Η «ψήφος», το «θα πέσει μαύρο που θα πάει σύννεφο», «τα κουκιά» που βγαίνουν ή δεν βγαίνουν, τα «δαγκωτά» ψηφοδέλτια είναι οι πιο συνήθεις εκφράσεις που ανασύρονται στην καθημερινότητα στο στόμα των ψηφοφόρων σε περιόδους εκλογών.


Έτσι, δεν υπάρχει εκλογική αναμέτρηση που να μην είναι διανθισμένη από αυτές τις παράξενες εκφράσεις, όπου τα κουκιά δεν παραπέμπουν σε συνταγές μαγειρικής αλλά σε ψήφους, ούτε το μαύρισμα σε ηλιοθεραπεία αλλά σε καταψήφιση και αποδοκιμασία, πολύ περισσότερο το «δάγκωμα» δεν παραπέμπει σε μια βίαιη συμπεριφορά αλλά στην πλήρη και μετά επιτάσεως αποδοχή!

Α. «Τα κουκιά δεν βγαίνουν»

Τα κουκιά έχουν μεγάλη παροιμιακή και λαογραφική βαρύτητα. Έτσι, εκτός από φαγητό – χρησιμοποιούνται σε πολλές νόστιμες συνταγές –, συνηθίζουμε να τα… θυμόμαστε στις εκλογικές περιόδους ή σε περιπτώσεις ψηφοφορίας. Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει την έκφραση «δεν βγαίνουν τα κουκιά…» ή το «είναι κουκιά μετρημένα!» όταν πρόκειται για μια σίγουρη ψηφοφορία που προδικάζει το αποτέλεσμα.

Το «κουκί» ταυτίζεται με την ψήφο από τον 19ο αιώνα και η έκφραση πρέπει να χρωστά την προέλευσή της στα σφαιρίδια με τα οποία, όπως ξέρουμε, γινόταν τότε η ψηφοφορία. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Γαλλική Επανάσταση, ακόμα και στο παλάτι του Μπάκιγχαμ και στον νέο κόσμο (Μασαχουσέτη), τα κουκιά αποτελούσαν τους κλήρους, δηλαδή τα ψηφοδέλτια.

Στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη τα ξερά κουκιά που μαύριζαν εξέφραζαν διαφωνία και τα χλωρά, που ήταν λευκά, σήμαιναν συγκατάθεση. Θυμίζουμε ότι η έκφραση «τα κουκιά δεν βγαίνουν» άρεσε – και τη χρησιμοποιούσε συχνά – στον αείμνηστο πρώην γ.γ. του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη…

Β. Δαγκωτό

Η έκφραση «δαγκωτό», κάθε άλλο παρά σχετίζεται με τον αναποφάσιστο ψηφοφόρο. Αντίθετα, εκφράζει κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ειλημμένη απόφαση η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Η «δαγκωτή ψήφος» είναι μια κατά κυριολεξία έκφραση, που προφανώς δεν σημαίνει ότι… δαγκώνουμε το ψηφοδέλτιο.

Αν και οι Βαυαροί είχαν εισαγάγει ήδη από το 1833 το ψηφοδέλτιο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας, ένα λευκό χαρτί πάνω στο οποίο ο ψηφοφόρος καλούνταν να γράψει το όνομα του υποψηφίου που προτιμούσε. Το Σύνταγμα του 1864 κατάργησε αυτόν τον τρόπο ψηφοφορίας καθώς οι Έλληνες ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα αναλφάβητοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνεται εκτεταμένη νοθεία καθώς μεσολαβούσαν καλαμαράδες που μπορούσαν να γράψουν όποιο όνομα ήθελαν στο ψηφοδέλτιο, δίχως ο ψηφοφόρος να έχει τη δυνατότητα ελέγχου.

Το γνωστό μας σφαιρίδιο, δηλαδή ένας μικρός μολυβένιος βώλος, εισήχθη στη διαδικασία της ψηφοφορίας έπειτα από εισήγηση των Επτανησίων βουλευτών, με το σκεπτικό ότι ήταν το «καταλληλότερο εις τα αναπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον».

Το σφαιρίδιο ήδη το χρησιμοποιούσαν στο Ιόνιο κράτος και είχε τις ρίζες του στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Ωστόσο, η συνταγματική κατοχύρωση τής διά σφαιριδίων ψηφοφορίας είχε σκοπό τη διασφάλιση της μυστικότητας, του «απορρήτου της ψήφου» και τη διασφάλιση της θέλησης των αναλφάβητων ψηφοφόρων από τη χειραγωγία των κομματαρχών.

Οι πρώτες εθνικές εκλογές με σφαιρίδιο έγιναν το 1865 (14-17 Μαΐου), με νικητή τον Μεσσήνιο πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Η διαδικασία της ψηφοφορίας με σφαιρίδιο ήταν χρονοβόρα.

Ορισμένοι ψηφοφόροι συνήθιζαν να δαγκώνουν το μολυβένιο αυτό σφαιρίδιο αφήνοντας τα ίχνη της οδοντοστοιχίας τους ως σημάδι πίστης και προσήλωσης στον εκλεκτό τους υποψήφιο. Εξ ου και σήμερα η «δαγκωτή» ψήφος («το έριξα δαγκωτό») σημαίνει τη φανατική και παθιασμένη ψήφο.

Γ. Θα πέσει μαύρο

Στη συνέχεια της πιο πάνω εκλογικής διαδικασίας η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα: το άσπρο εξέφραζε τη θετική ψήφο και το μαύρο την αρνητική ψήφο. Ο σφαιροδότης φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου και ο ψηφοφόρος έριχνε το σφαιρίδιο μέσα από έναν σωλήνα στη μεριά που επιθυμούσε.

Σε περίπτωση που ο ψηφοφόρος ήθελε να καταψηφίσει έναν υποψήφιο έριχνε το σφαιρίδιο στη μαύρη πλευρά της κάλπης, εξ’ ου και οι δημοφιλείς εκφράσεις «μαύρο που έχει να φάει», «θα τον μαυρίσω», «τον μαύρισα» κ.λπ. Αντιθέτως, όταν ήθελε να τον υπερψηφίσει έριχνε το σφαιρίδιο στην άσπρη πλευρά της κάλπης.

www.topontiki.gr

Προβλήθηκε 636 φορές