3 Χρόνια πέρασαν (30.04.2013),  απο την ημέρα που η Γαβριέλλα Χαμογεωργάκη άφησε την Ηλιούπολη που τόσο αγαπούσε. Σαν ένα μικρό αφιέρωμα για εκείνη, δημοσιεύουμε μία μικρή συνέντευξή της στην Καθημερινή της 28ης Απριλίου 2012 και μία άποψη της για τους γέροντες το 1995.

ΜΝΗΜΕΣ. (Καθημερινή 28.04.2012)

«Με το μάτι του τετράχρονου κοριτσιού κοιτάζω για πρώτη φορά την Ηλιούπολη. Μια απέραντη γυμνή έκταση χωρίς δέντρα, άνυδρη και έρημη, μια ερημιά που απλώνεται παντού. Μόνο θυμάρι και αφάνες που θρασομανούν. Και στο σύνορο της μελλοντικής πόλης, τη σημερινή οδό Πανταζή, αμπέλια και συκιές.

Ως κάτω στον Αη Γιάννη ψυχή. Χωράφια και πάλι χωράφια. Πέρα στη σημερινή Βουλιαγμένης ένας απαίσιος καρόδρομος που το καλοκαίρι βουτούσες ώς το γόνα μέσα σε μια παχιά μαλακιά σκόνη και όταν φυσούσε λίγο σηκωνόταν σε ένα αδιαπέραστο σύννεφο. Στο σημείο που είναι σήμερα η συμβολή της Μαρίνου Αντύπα και Αγ. Κων/νου κατάδικοι σκάβουν το ύψωμα για να ανοιχθεί ο δρόμος».

Εχουν περάσει 90 ολόκληρα χρόνια από τότε. Και όμως η κ. Γαβριέλλα Χαμογεωργάκη μπορεί να ανασύρει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. «Απίθανο πράγμα η μνήμη» λέει η ίδια στην «Κ», από το διαμέρισμά της στην Ηλιούπολη, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ποιος άλλος άραγε έχει δει έναν αιώνα να «περνάει» πάνω από μια περιοχή;

Η κ. Χαμογεωργάκη, στα 93 της χρόνια, παραμένει πιστή αναγνώστρια της «Κ». Επικοινώνησε η ίδια μαζί μας, με αφορμή ένα πρόσφατο ρεπορτάζ για την τράπεζα αναμνήσεων (www.bankofmemories.gr), ένα ονλάιν θησαυροφυλάκιο αφηγήσεων με στόχο τη διατήρηση της ατομικής και της συλλογικής μνήμης.

«Ετυχε να έχω γράψει κάτι βιβλιαράκια με αναμνήσεις και γεγονότα που έζησα. Ισως σας ενδιαφέρουν» έγραφε στο σημείωμα που μας έστειλε.

Εξι μικρές εκδόσεις, γραμμένες από το 1989 ώς το 1997, έξι χαραμάδες σε μιαν άλλη εποχή. «Ξέρεις την παροιμία που λέει «κακό χωριό τα λίγα σπίτια»; Ε, έτσι ήταν και η Ηλιούπολη εκείνα τα χρόνια που τα σπίτια μετρούνταν στα δάχτυλα των δύο χεριών» γράφει σε ένα σημείο.

«Τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια καθόμουν στο παράθυρο του σπιτιού μου κι έχασκα. Παντού μαύρο σκοτάδι πέρα για πέρα». Δύσκολες φυσικά οι μετακινήσεις. «Αν έχανες το μοναδικό δρομολόγιο του λεωφορείου για την Ηλιούπολη έπρεπε φορτωμένος σα γομάρι να το πάρεις με τα πόδια απ' τον Αη Γιάννη ώς την Ηλιούπολη. Κάποιον καιρό ερχόνταν ένας ρυπαρός φούρναρης με τον γάιδαρό του απ' το Μπραχάμι».

Τα καλοκαίρια, η θάλασσα ήταν ο καημός της. «Τη βλέπαμε από μακριά να λαμπυρίζει σάμπως να 'ταν γεμάτη από διαμαντόπετρες. Μα πώς να καταφέρουμε να τη φτάσουμε; Μια φορά πήραμε εμείς τα παιδιά τη μεγάλη απόφαση να πάμε με τα πόδια να τη βρούμε. Φθάσαμε ύστερα από μιάμιση ώρα πορεία καταταλαιπωρημένα και χωθήκαμε στο χλιαρό νερό με το βρακί και το φανελάκι.

Παίξαμε, τσαλαβουτήσαμε και κάποια στιγμή έπρεπε να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού μες στο λιοπύρι». Ολα αυτά το σωτήριο έτος 1930.

Σιγά σιγά άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι από όλα τα σημεία της ελληνικής γης, να «στήνεται» η κοινωνία. «Μα όλοι με έναν κοινό παρονομαστή, τη φτώχεια και την ανέχεια», θυμάται. Καθημερινοί άνθρωποι γίνονται συναρπαστικοί πρωταγωνιστές στις αφηγήσεις της.

Η Ελευθερία η Κρητικιά που έμοιαζε με τον Μάο Τσε Τουνγκ, η όμορφη Μερόπη από τη Θήβα που αναστάτωνε για χρόνια την περιοχή, ο Τίνος με την κάσκα με την αδυναμία στον ποδόγυρο, ο εξηνταβελόνης που έδινε στον δίσκο στην εκκλησία δραχμή κι έπαιρνε τα ρέστα, ο Αρχοντας, τα τέσσερα αδέρφια οι Μπαλασίδηδες, κόσμος και κοσμάκης.

«Αυτή ήταν η μικρή κοινωνία της Ηλιούπολης όπου όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας και που ο καθένας γνώριζε τα κουσούρια του αλλουνού. Μια μικρή κοινωνία με τις μικρές χαρές και τις λύπες της. Και ύστερα ήρθε η χιονοστιβάδα και δεν άφησε τίποτα όρθιο.

Πόλεμος, κατοχή, πείνα, ψείρα, κρύο, φόβος. Ολα γύρισαν τ' απάνω κάτω και μέσα σ' όλα η Ηλιούπολη η παλιά ειδυλλιακή, όμορφη Ηλιούπολη που δεν υπάρχει πια».

«Τα γράφετε πολύ ωραία κ. Γαβριέλλα» της είπαμε στο τηλέφωνο. «Δεν είναι τίποτα εξαιρετικό. Είναι μόνο τα γεγονότα που έζησα». 

 

Ριζοσπάστης (26.03.1995)

ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΧΑΜΟΓΕΩΡΓΑΚΗ Ηλιούπολη: "Πριν 90 ακριβώς χρόνια, φουκαράδες και ταπεινοί υπήκοοι του πατερούλη τσάρου μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα ζήτησαν ψωμί! Τι θράσος! Ξεκίνησε το ιππικό με γυμνά τα ξίφη κι όποιον πάρει ο χάρος. Τους τσαλαπάτησαν τ' άλογα, τους πετσόκοψαν.

Και τώρα, ...90 χρόνια μετά, μυαλό δε βάλανε οι μουζίκοι, οι παρίες, οι συνταξιούχοι στην ψωροκώσταινα. Ξεκίνησαν, άκουσον, άκουσον, να πάνε να επισκεφθούν τον τσάρο (παρντόν τον πρωθυπουργό) και να ζητήσουν Ψωμί! Ε, όχι κύριοι εδώ τώρα έχουμε ΜΑΤ.

Η αυθαιρεσία δε θα περάσει. Και βουρ στα γερόντια.

Και να κλοτσιές, και να σπρωξιές, και να ωραία δακρυγόνα. Η πρωθυπουργική κατοικία έμεινε ανέπαφη.

Τέλος καλό, όλα καλά. "Γιαγνίς ολντού", που λέγανε οι Τούρκοι μετά από κάθε σφαγή. Δηλαδή, "λάθος έγινε"".

Προβλήθηκε 1321 φορές