Βασίλης Παπαθεοδώρου: «Ήταν το ίνδαλμά μου»

κριτική του Γεωργίου Παπαντωνάκη

 

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του ελληνικού εφηβικού μυθιστορήματος Βασίλης Παπαθεοδώρου με κάθε του βιβλίο μάς μεταφέρει από έκπληξη σε έκπληξη, λόγω της σύγχρονης θεματολογίας του, η οποία κάποτε έχει «προφητικό» χαρακτήρα, όπως τα Χνότα στο τζάμι.

 

Με το τελευταίο του βιβλίο, Ήταν το ίνδαλμά μου, μεταφέρει τον αναγνώστη σε πάντα σύγχρονους και επικίνδυνους ατραπούς, στο ποδόσφαιρο.

 

Άλλωστε, βασικό γνώρισμα του Παπαθεοδώρου είναι η πρωτοτυπία των θεμάτων του, πάντα σύγχρονων και καυτών, που παρουσιάζονται με τον ιδιαίτερο προσωπικό του τρόπο και, ας μου επιτραπεί ο όρος, «παπαθεοδωρικό[1] ύφος» που διαμορφώνει η σύγχρονη, έστω και τολμηρή για την ελληνική κοινωνία ?αναγνώστες και μελετητές? γλώσσα του.

 

Έτσι, από το αστυνομικίζον μυθιστόρημα Οι εννέα Καίσαρες, τα δυστοπικά/ουτοπικά Το μήνυμα, Χνότα στο τζάμι, Στη διαπασών, καθώς και τα Η λευκή απεργία των φλαμίνγκο, Ο άρχοντας των σκουπιδιών και το Ημερολόγιο ενός δειλού, στο οποίο απεικονίζεται μια σύγχρονη σκληρή σχολική πραγματικότητα, το bullying, παρακολουθεί την πορεία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας και του αρχηγού της στο ανά χείρας τελευταίο μυθιστόρημά του, Ήταν το ίνδαλμά μου.

 

Πρόκειται για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, στο οποίο αποτυπώνονται όσα προβλήματα και όσες ίντριγκες ταλανίζουν τον χώρο αυτό, λόγω συμφερόντων.

 

Αφηγηματικό πρόσχημα: ο νεαρός ταλαντούχος ανερχόμενος και στη συνέχεια επιτυχημένος ποδοσφαιριστής μιας τοπικής ομάδας, ο Μάνθος, ο οποίος στο όνομα της ινδαλματοποίησης αποκαλείται Άνθος. Ίσως είναι τολμηρό, αλλά στην ανάγνωσή μου η παραποίηση αυτή είναι αρκετά δηλωτική ?ίσως και να οφείλεται σ? αυτό? της αλλοίωσης των αρχών που πρέπει να διέπουν το ποδόσφαιρο, τόσο ως ποδόσφαιρο με την ιδιαιτερότητά του όσο και ως αθλητισμός, με την κατ? επίφαση ωραιοποίησή του.

 

Ο τελευταίος μάλιστα δεν δικαιολογεί καμιά παρεκτροπή, αν θέλουμε να ενσαρκωθούν τα ιδεώδη του. Γύρω από τον κεντρικό μυθοπλαστικό χαρακτήρα Μάνθο ?και κοντά σ? αυτόν και τον αδελφό του? συντίθεται μια ιστορία, η ιστορία της ανόδου, της μεσουράνησης και της πτώσης του πρωταγωνιστή, η οποία ουσιαστικά αποτυπώνει συνεκδοχικά μια μορφή ιστορίας του ίδιου του ποδοσφαίρου, από την οποία απουσιάζει η ολοκληρωτική πτώση, καθώς επιμέρους «πτώσεις» ομάδων λαμβάνουν χώρα σε «τακτά» διαστήματα.

 

Η αγνότητα, το πάθος, η σταδιακά υπεισερχόμενη αλλά ακαριαία αποκαλυπτόμενη διαφθορά του Μάνθου είναι «η εικόνα και [η] ομοίωση» του ποδοσφαίρου. Η καθημερινή προβολή του στην πραγματική ζωή αποτυπώνεται και στην κειμενική του εκδοχή, ώστε ο Μάνθος να γίνει το αστέρι της ομάδας, που θα καταφέρει να ανεβάζει την ομάδα στις διάφορες κατηγορίες.

 

Είναι χαρακτηριστική ακόμα και η ψυχολογική περιγραφή του, αλλά και κάποια αρχικά προσπάθεια να κρατήσει σε απόσταση τον αδελφό του, ο οποίος διακαώς επιθυμεί να ακολουθήσει τον δρόμο του, καθώς αποτελεί πλέον το ίνδαλμά του, όπως και γενικά κάθε νεαρού αναγνώστη.


Κι αυτό οφείλεται στο χάρισμα του Παπαθεοδώρου να χειρίζεται τον λόγο άνετα και να τον προσαρμόζει στις απαιτήσεις της ιστορίας. Έτσι, το «τολμηρό» λεξιλόγιο, όπως ίσως χαρακτήριζε κάποιος τις λέξεις που χρησιμοποιεί, δεν αντικατοπτρίζει παρά την πραγματικότητα, γι? αυτό και δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Αποτυπώνει επομένως μυθοπλαστικά με σκληρό ρεαλισμό ό,τι συμβαίνει καθημερινά στον χώρο αυτό ή «μεταφέρει» συζητήσεις νεαρών οπαδών με ιδιαίτερα ρεαλιστικό λεκτικό.


Οι αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Παπαθεοδώρου, και φαίνεται ότι ξέρει να τις χειρίζεται καλά, αποτυπώνουν με ανατριχιαστικό τρόπο λεπτομέρειες και ίντριγκες που αναπόφευκτα ως παραφερνάλια συνεπάγονται οι ποικίλες δράσεις του ήρωα και γενικότερα οι κάθε είδους δραστηριότητες στον χώρο, οι οποίες συχνά συγκρούονται με τον νόμο.

 

Και οι όποιες συγκρούσεις, είτε αυτές ανήκουν στις συγκρούσεις του «εάν συμβεί κάτι» είτε του «ποιος θα δράσει» είτε του «τι θα συμβεί» είτε οπουδήποτε αλλού, είναι εκείνες που εγείρουν το ενδιαφέρον και κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη. Κι αυτό οφείλεται στο χάρισμα του Παπαθεοδώρου να χειρίζεται τον λόγο άνετα και να τον προσαρμόζει στις απαιτήσεις της ιστορίας. Έτσι, το «τολμηρό» λεξιλόγιο, όπως ίσως χαρακτήριζε κάποιος τις λέξεις που χρησιμοποιεί, δεν αντικατοπτρίζει παρά την πραγματικότητα, γι? αυτό και δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Αποτυπώνει επομένως μυθοπλαστικά με σκληρό ρεαλισμό ό,τι συμβαίνει καθημερινά στον χώρο αυτό ή «μεταφέρει» συζητήσεις νεαρών οπαδών με ιδιαίτερα ρεαλιστικό λεκτικό.


Ο κεντρικός χαρακτήρας περιγράφεται ρεαλιστικά και ολοκληρωμένα, ώστε να ολοκληρώνει την εικόνα ενός τόσο μυθοπλαστικού όσο και πραγματικού ποδοσφαιριστή. Με τα αναβολικά του επιπλέον και τον χρηματισμό για να «πουλήσει το παιχνίδι», όπως αποκαλύπτεται από κάποιο συμπαίκτη-συνεργάτη ?τελικά αντίμαχό του στο τέλος-λύση της ιστορίας, όπου έρχεται και η πτώση αλλά και μια μορφή Νέμεσης, η οποία θέτει σε κίνδυνο ακόμα και ζωές? απεικονίζεται πληρέστερα.

 

Είναι χαρακτηριστική η υποκρισία που διέπει τον χώρο: «??Εγώ προπάντων θέλω ήθος και ομαδικότητα από τους παίχτες, να είστε μια οικογένεια, αγαπημένοι μεταξύ σας και να συνεργάζεστε? έλεγε ο προπονητής?» (σελ.17) που συγκρούεται με όσα ο συμπαίχτης του δημόσια αποκαλύπτει: «?και είδαμε τον Γκίνη να μιλά για πουλημένο παιχνίδι, ότι ο κόουτς είχε τάξει και σε αυτόν μεταγραφή, αλλά ο Κεραυνός έκανε πίσω και δεν τον ήθελε κι ότι ο Μάνθος είχε πάρει οδηγίες να χάσει το πέναλτι και τέτοια? Ακούσαμε για τα φάρμακα του Μάνθου, ακούσαμε ακόμα και πόσα θα έπαιρνε από τον Κεραυνό, όλα τα έμαθε η πόλη εκείνο το βράδυ» (σσ.78-79).


Μολονότι η ιστορία φαίνεται ως μια τυπική αφήγηση «περί ποδοσφαίρου», ξεπερνά την προθετικότητα του συγγραφέα να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα στον χώρο αυτό και αποτυπώνει κάποτε συνειδητά στο πρόσωπο του αδελφού του Μάνθου, κάποτε υποσυνείδητα και πάλι στο πρόσωπο του αδελφού του Μάνθου, τα ανομολόγητα ?συχνά? όνειρα πολλών νέων να δοξαστούν μέσα από τον συγκεκριμένο αθλητικό χώρο.

 

Είναι χαρακτηριστική η κατακλείδα-έκβαση της ιστορίας, που εστιάζεται στο πρόσωπο του αδελφού του Μάνθου: «Κι άρχισα να κάνω σκέψεις πως ήμουν ένας αετός, ένας μεγάλος αετός που σηκώνεται να πετάξει μακριά και φεύγει από την πόλη, μακριά, πιο μακριά κι απ? την πρωτεύουσα, έξω από τον νομό, όλο και πιο ψηλά. Μέχρι που με πήρε ο ύπνος» (σελ.86). Ίσως τα όνειρα αυτά να είναι και τα πιο επώδυνα.


Η ιστορία τελειώνει εδώ με ανοικτό, θα λέγαμε, τέλος, γιατί θα μπορούσε να συνεχιστεί. Ο ύπνος του πρωταγωνιστή, ως μια μορφή φυγής, βαίνει παράλληλα με την απόδραση του Jonas στο The Giver της Lois Lowry χωρίς να δηλώνεται το τέλος, για να τον ξαναβρούμε στο The Messenger και στο Son της τετραλογίας. Ο παραλληλισμός δεν είναι τυχαίος, καθώς ο δυστοπικός ?και παράλληλα «ουτοπικός»? χώρος του ποδοσφαίρου παραπέμπει απλώς ως κατάσταση (και όχι ως πλοκή μιας ιστορίας) στην ουτοπία, στην πραγματικότητα όμως δυστοπία του The Giver.


Πολλά από τα τεκταινόμενα υποβαστάζονται και από εικονογράφηση σε ύφος κόμικς, που αισθητοποιεί περισσότερο την ιστορία και την καθιστά πιο προσλήψιμη, αν και από μόνη της είναι ιδιαίτερα σφριγηλή και κατανοητή, ώστε να μπορεί να υπάρξει και χωρίς την εικονογράφηση.


Τέλος, καθώς το μυθιστόρημα έχει εκδοθεί από την Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη, ολοκληρώνεται με συγκεκριμένες νομικές επιταγές που απορρέουν από τα τεκταινόμενα στον χώρο του ποδοσφαίρου και προσδίδουν έναν κάποιο διδακτισμό, εμφανέστερο από ό,τι άλλα λογοτεχνικά νεανικά κείμενα αφήνουν να διαφανεί, αν αφήνουν.


[1] Το τελευταίο συνθετικό της λέξης, «-δωρικό», μας παραπέμπει στο αρχαιοελληνικό δωρικό ύφος.

 

 

Ήταν το ίνδαλμά μου
Μια ιστορία για τη βία στα γήπεδα
Βασίλης Παπαθεοδώρου
εικονογράφηση: Θανάσης Πέτρου
Νομική Βιβλιοθήκη
112 σελ.
Τιμή ? 15,00

 

 

Προβλήθηκε 1195 φορές

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ 2024.

Τον Νορβηγό θεατρικό συγγραφέα, Jon Fosse, βραβευμένο με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2023, επέλεξε φέτος το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου για τη συγγραφή του μηνύματος.