Γιατί άλλαξαν τα καπάκια των πλαστικών μπουκαλιών

Υγεία 14 Αυγούστου 2024

Σίγουρα θα έχετε πιει πρόσφατα νερό από πλαστικό μπουκάλι, βλαστημώντας για την ώρα και την στιγμή που δεν βάλατε το νερό ή το αναψυκτικό σας σε ένα ποτήρι.

Κάτι έχει αλλάξει και υπάρχει σοβαρός λόγος που δεν έχει να κάνει με το να εκνευριστείτε εσείς.

Αυτή η κάποτε απλή πράξη πλέον δεν είναι τόσο απλή. Προσπαθήστε να πιείτε από το μπουκάλι και θα πιάσετε τον εαυτό σας να προσπαθεί να βολέψει το καπάκι ώστε να μην μπει στη μύτη ή να σπρώξει το πηγούνι σας.

Φυσικά, αν είστε ακόμη πιο άτυχοι, μπορεί λίγο από το υγρό να πάει πάνω στο καπάκι και αυτό με τη σειρά του να εκτοξευτεί στο πρόσωπό σας, με αποτέλεσμα να μοιάζετε με ένα θλιμμένο νήπιο που ακόμα εξασκεί τις κινητικές του δεξιότητες. Αν πάλι, προσπαθήσετε να σπάσετε το λεπτό εξάρτημα που συνδέει το καπάκι με το χείλος του μπουκαλιού, κινδυνεύετε να βραχείτε και πάλι.

Ο ένοχος φυσικά, είναι εκείνο το μικρό κομμάτι πλαστικού που κρατάει το καπάκι ενωμένο με το υπόλοιπο μπουκάλι. Το νέο αυτό σχέδιο στα μπουκάλια είχε αρχίσει να εμφανίζεται δειλά δειλά πριν από δύο χρόνια, ωστόσο πλέον είναι υποχρεωτικό σε όλα τα μπουκάλια.

Ωστόσο, όπως γράφει και ένας χρήστης στα social media, αυτή η εξέλιξη είναι «το χειρότερο πράγμα που συνέβη στην ανθρωπότητα μετά την αφαίρεση της υποδοχής ακουστικών στα smartphones». Υπερβολή, βέβαια, αλλά συνοψίζει την άποψη πολλών.

Για ποιο λόγο άλλαξαν τα καπάκια στα πλαστικά μπουκάλια

Για ποιον λόγο όμως έγινε αυτή η αλλαγής; Ο σχεδιασμός, σύμφωνα με τον Independent, μπορεί να αποδοθεί σε μια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αρχικά προτάθηκε το 2018 και στη συνέχεια εγκρίθηκε επίσημα το επόμενο έτος, με μια προθεσμία που τέθηκε τελικά σε ισχύ: Από τις 3 Ιουλίου 2024, δήλωσε η ΕΕ, τα καπάκια σε όλα τα πλαστικά μπουκάλια ποτών μη επιστρεφόμενου τύπου με χωρητικότητα έως τρία λίτρα πρέπει να παραμένουν στερεωμένα μετά το άνοιγμα.

Ο σκοπός δεν ήταν φυσικά να εξοργιστούν οι Ευρωπαίοι, αλλά να αντιμετωπιστεί ένα σοβαρό πρόβλημα: τα πλαστικά απόβλητα. Υπολογίζεται ότι παράγουμε περίπου 400 εκατομμύρια τόνους από αυτά παγκοσμίως κάθε χρόνο. Τα πλαστικά διασπώνται σε μικρά σωματίδια, αλλά ποτέ δεν εξαφανίζονται πλήρως. Αυτά τα μικροπλαστικά μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον, ρυπαίνοντας τους ωκεανούς και το έδαφος, και μπορούν να εισέλθουν στο ανθρώπινο σώμα (έχουν συνδεθεί με προβλήματα υγείας, όπως ενδοκρινικές διαταραχές και ακόμη και καρκίνο, ενώ έχουν βρεθεί και στον πλακούντα).

Αυτό που μπορεί να μοιάζει με μια εξοργιστική αλλαγή φαίνεται πολύ πιο λογικό όταν αρχίσετε να διερευνάτε τις επιπτώσεις της συνήθειας των αναψυκτικών. Όταν τα καπάκια «αποσυνδέονται» από τα μπουκάλια, συχνά πέφτουν ή χάνονται, ενδεχομένως τα παρασύρει ο άνεμος ή τα μεταφέρει η βροχή σε αποχετεύσεις ή ποτάμια που καταλήγουν στη θάλασσα- τα καπάκια των μπουκαλιών είναι από τις πιο συνηθισμένες μορφές πλαστικών απορριμμάτων που βρίσκονται στις παραλίες της Ευρώπης.

Και ακόμη και αν φτάσουν σε κάδο ανακύκλωσης και στη συνέχεια σε εργοστάσιο επεξεργασίας, το μικρό τους μέγεθος αποτελεί πρόβλημα. «Τα καπάκια περνούν από το κόσκινο επειδή είναι πολύ μικρά», εξηγεί στον Independent ο Ross Lakhdari, ειδικός σε θέματα κυκλικής οικονομίας στην PA Consulting. «Γενικά, κάθε αντικείμενο που είναι μικρότερο από δύο ίντσες σε οποιαδήποτε διάσταση κινδυνεύει να χαθεί κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας κοσκινίσματος».

Αν αυτά τα καπάκια παραμένουν συνδεδεμένα με κάτι μεγαλύτερο, τότε, είναι λιγότερο πιθανό να χαθούν ως απόβλητα ή να καταλήξουν στον ωκεανό, όπου μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνα για την άγρια ζωή, όπως οι χελώνες και τα πουλιά. Δυστυχώς, τα ζώα συχνά τα μπερδεύουν με τροφή – δεν είναι περίεργο που τα πλαστικά καπάκια κατατάχθηκαν μεταξύ των πέντε πιο επιβλαβών τύπων ωκεάνιων σκουπιδιών από τη ΜΚΟ Seas at Risk.

Όπως και να έχει πάντως και όσο και να μας ενοχλούν τα συγκεκριμένα καπάκια, ίσως το πρόβλημα δεν είναι τα ίδια τα καπάκια αλλά η δική μας ανικανότητα – μήπως πρέπει να τα χρησιμοποιούμε καλύτερα;

www.aftodioikisi.gr

Προβλήθηκε 2071 φορές

Πάρκινσον. Θεραπεύεται;

Τα ακριβή αίτια δεν είναι πλήρως κατανοητά, φαίνεται ωστόσο ότι συνδέονται με γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και η πλέον συχνή μορφή του συνδρόμου είναι η ιδιοπαθής.