Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος όταν οι ακαδημαϊκοί του εδώ και πολλά χρόνια έχουν βγάλει τον σκασμό και οι πανεπιστημιακοί του πρωτοστατούν στην προδοσία;
Πολύ καλά τα λέει ο Χαλίλ Τζιμπράν:
Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ’ τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή
παρά μονάχα στην πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες στα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του
ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό,
απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, πολύ κοντά στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής με το τεράστιο καμπαναριό. Στο δυο μου χρόνια -ο αδελφός μου ήταν πέντε- πέθανε η μάνα μας. Όμορφη και γλυκιά όσο καμία.
Ήταν σαν σήμερα, 15 χρόνια πριν, όταν τρεις άνθρωποι κι ένα αγέννητο παιδί έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα. Νεκροί σε ένα υποκατάστημα τράπεζας της Marfin στο κέντρο της Αθήνας.
Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.
Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.