Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΒΑΙΟΥ*

(www.presspublica.gr)

Κάθε χρόνο στη διάρκεια του καλοκαιριού ενημερωνόμαστε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την επικινδυνότητα των κουνουπιών και ιδιαίτερα, για την μετάδοση μέσω αυτών στον άνθρωπο ασθενειών, όπως του «θανατηφόρου» ιού του Δυτικού Νείλου.

Δίνεται η εντύπωση μέσω αυτής της ενημέρωσης στους περισσότερους πολίτες ότι, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα που απειλεί την υγεία και ακόμη τη ζωή των συμπολιτών μας.

Και βέβαια λόγω αυτής της σημασίας, δικαιολογούνται στη συνέχεια ψεκασμοί αξίας πολλών εκατομμυρίων Ευρώ, που όμως παρά τη διενέργειά τους το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει.

Όμως η επιστημονική αλήθεια δεν είναι ακριβώς αυτή. Στο σύντομο αυτό άρθρο γίνεται αναφορά στα κουνούπια και στον ιό του δυτικού νείλου, στα προγράμματα καταπολέμησης και εκφράζονται σκέψεις και προτάσεις για βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης.

Τα κουνούπια ζούν ως προνύμφες (μικρά σκουλήκια) σε λιμνάζοντα νερά (όχι σε τρεχούμενα) και ως ενήλικα τρέφονται με αίμα ανθρώπου και άλλων ζώων, όπως μεταξύ άλλων πουλιών, σκύλων, αλόγων, γατών και κτηνοτροφικών ζώων. Με την τροφική τους δραστηριότητα μπορεί να μεταδίδουν από ένα ζώο σε άλλο, το αίτιο της ασθένειας που μπορεί μεταξύ άλλων να είναι ένας παθογόνος ιός ή άλλος οργανισμός όπως το πλασμόδιο (πρωτόζωο) της ελονοσίας.

Τι συμβαίνει όμως με τον ιό του δυτικού νείλου. Πρόκειται για έναν ιό που μεταδίδεται με τα κουνούπια στον άνθρωπο. Η μετάδοση αυτή μπορεί να γίνει όταν ένα μολυσμένο με τον ιό κουνούπι τσιμπήσει έναν άνθρωπο.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι τα μολυσμένα κουνούπια ιδιαίτερα στη χώρα μας είναι ελάχιστα, σε σχέση με τα εκατομμύρια υπάρχοντα κουνούπια. Το δεύτερο ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι ότι, ακόμη και εάν μας τσιμπήσει ένα μολυσμένο κουνούπι, η πιθανότητα να νοσήσουμε είναι πολύ μικρή.

Υπολογίζεται ότι, οι άνθρωποι που θα νοσήσουν μετά από τσίμπημα ενός μολυσμένου κουνουπιού είναι ελάχιστοι και λιγότεροι από το 1% του συνόλου αυτών που θα τσιμπηθούν. Όμως ακόμη και εάν νοσήσουμε τα συμπτώματα της ασθένειας μοιάζουν με εκείνα μίας ήπιας μορφής γρίπης και πολύ σύντομα χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα περνούν.

Σχετικές μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου ο ιός ενδημεί σε ορισμένες περιοχές και έχει μελετηθεί ιδιαίτερα, δείχνουν ότι κυρίως η ασθένεια απειλεί ηλικιωμένους ανθρώπους με βεβαρημένο ιστορικό υγείας. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει ίαση και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό.

Στη χώρα μας αναφέρονται «θύματα» από τον ιό, χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά στην κατάσταση της υγείας των θυμάτων όταν προσβλήθηκαν από τον ιό. Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δοθούν αρμοδίως στοιχεία για την κατάσταση της υγείας των «θυμάτων» του ιού του δυτικού νείλου και η αιτία του θανάτου.

Με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η υπερβολή και το κλίμα φόβου που καλλιεργείται από ορισμένους κύκλους σχετικά με τον ιό του δυτικού νείλου και τα κουνούπια.

Το κλίμα αυτό είναι επόμενο να οδηγεί σε υπερβολές που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των κουνουπιών και ιδιαίτερα με τη διενέργεια ψεκασμών από αέρα. Οι ψεκασμοί αυτοί έχουν απαγορευτεί στην Ευρώπη, εδώ και πολλά χρόνια, λόγω της επικινδυνότητάς τους για τον άνθρωπο και την πανίδα, δηλαδή τους οργανισμούς που θα δεχθούν τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται.

Με επίκληση την προστασία της δημόσιας υγείας, οι ψεκασμοί αυτοί επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση να διενεργούνται πλησίον οικισμών (σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από αυτούς) με σκοπό τη θανάτωση των ενήλικων (ακμαίων) κουνουπιών.

Αγνοείται όμως το γεγονός, ότι σε λίγες μέρες μετά από έναν τέτοιο ψεκασμό, θα εμφανιστούν από τα στάσιμα νερά χιλιάδες νέα κουνούπια στις περιοχές όπου έγιναν οι ψεκασμοί. Επίσης ότι, ακόμη και με ένα μικρής έντασης άνεμο, τα σταγονίδια του ψεκαστικού υγρού μπορεί να μεταφερθούν στους κοντινούς οικισμούς και να εισπνέονται από τους κατοίκους, κάτι που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την υγεία τους.

Ακόμη θα πρέπει να αναφερθεί ότι, δεν υπάρχει καμία πειραματική απόδειξη για τις δόσεις που χρησιμοποιούνται στους αεροψεκασμούς και οι οποίες βασίζονται στις δόσεις που χρησιμοποιούνται για ψεκασμούς σε κλειστούς χώρους.

Συγκεκριμένα, τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται στους αεροψεκασμούς ακμαιοκτονίας, σύμφωνα με την άδεια έγκρισής τους από το ΥΠΑΑΤ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων), πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε κλειστούς χώρους για καταπολέμηση ακμαίων κουνουπιών και να αποφεύγεται αυστηρά η εισπνοή τους.

Σε περίπτωση εισόδου τους στην αναπνευστική οδό, μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και θάνατο. Ακόμη, μπορεί να προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις και είναι πολύ τοξικά για υδρόβιους οργανισμούς με μακροχρόνιες αντιδράσεις.

Τίθεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα, πως επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται οι ουσίες αυτές για ψεκασμούς υπαίθρου και μάλιστα από αέρος, παραβλέποντας τους κινδύνους που οι ουσίες αυτές έχουν για την ανθρώπινη υγεία αλλά και το περιβάλλον.

Ακόμη δεν υπάρχει καμία επίβλεψη από έναν ανεξάρτητο ερευνητικό φορέα ως προς την αποτελεσματικότητα των ψεκασμών αυτών.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι εντελώς συμπτωματικά, οι ψεκασμοί από αέρος γίνονται κατά κανόνα τη περίοδο του δεκαπενταύγουστου, που συμπίπτει με τα υπαίθρια πανηγύρια των πόλεων και χωριών της Ελλάδος.

Είναι προφανές ότι μετά τον δεκαπενταύγουστο, οι πληθυσμοί των κουνουπιών είναι και πάλι ιδιαίτερα μεγάλοι, παρά το γεγονός ότι έγιναν οι αεροψεκασμοί.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί, πέραν των επιπτώσεων στη δημόσια υγεία, το ιδιαίτερα υψηλό κόστος των ψεκασμών αυτών και το γεγονός ότι πολλά κουνούπια θα επιβιώσουν επειδή αναπαύονται στην πυκνή βλάστηση του εδάφους κοντά σε νερά, όπου κατά κανόνα δεν «φτάνει» το ψεκαστικό υγρό.

Κατά τη γνώμη μας οι αεροψεκασμοί θα πρέπει να απαγορευτούν αυστηρά –όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη- και να επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κάποιας επιδημίας, μετά από εισήγηση αρμόδιων ερευνητικών ιδρυμάτων, που θα είναι ανεξάρτητα από τις αρχές που εμπλέκονται στη διενέργεια των ψεκασμών (Περιφέρειες, Δήμοι, ΚΕΕΛΠΝΟ κλπ).

Το κύριο πρόβλημα με τα κουνούπια στη χώρα μας είναι η άμεση όχληση που προκαλούν με τα τσιμπήματά τους και όχι τόσο η μετάδοση ασθενειών στον άνθρωπο.

Ψάξαμε να βρούμε στοιχεία για τους ανθρώπους που αναφέρονται ότι υπήρξαν «θύματα» από τον ιό του δυτικού νείλου. Όπως αναμέναμε, βρήκαμε ότι τα δύο κρούσματα προσβολής από τον ιό του δυτικού νείλου που αναφέρθηκαν στην περιοχή Αλεξάνδρειας Ημαθίας τη φετινή χρονιά, ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα, ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών που χαίρουν άκρας υγείας μετά από σύντομη φαρμακευτική αγωγή.

Συμπερασματικά, ο ιός του δυτικού νείλου αλλά και άλλες ασθένειες που μεταδίδονται με κουνούπια, δεν αποτελούν σοβαρή απειλή για την υγεία του ανθρώπου σε χώρες με το βιοτικό επίπεδο της χώρας μας.

Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται η επίκληση της ασθένειας αυτής και της επικινδυνότητας των κουνουπιών, για τη διενέργεια αεροψεκασμών που μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου αλλά και σε άλλους ωφέλιμους οργανισμούς μη στόχους, λόγω επαφής τους (εισπνοής) με το ψεκαστικό υγρό των εντομοκτόνων.

Η αντιμετώπιση των κουνουπιών θα πρέπει να γίνεται με έγκαιρη διενέργεια ψεκασμών από εδάφους στις θέσεις αναπαραγωγής τους που είναι τα στάσιμα νερά, και με την προϋπόθεση ότι το ψεκαστικό υγρό φτάνει στα στάσιμα νερά, δηλαδή ότι αυτά δεν καλύπτονται από φυτά.

Σε περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις ορυζώνων, θα πρέπει να επιτρέπεται η διενέργεια ελάχιστων αεροψεκασμών, έγκαιρα πρίν την ανάπτυξη των φυτών του ρυζιού και με πτήση του ελικοπτέρου σε χαμηλό ύψος ώστε να αποφεύγεται η μετακίνηση του ψεκαστικού υγρού εκτός των ορυζώνων. Ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχία των προγραμμάτων, έχει η επιλογή των εντομοκτόνων ουσιών που θα χρησιμοποιηθούν στα προγράμματα, η ποιότητά τους και οι δόσεις που θα χρησιμοποιηθούν, ώστε να έχουν τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και τις ελάχιστες επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων.

Δυστυχώς οι παράγοντες αυτοί που έχουν άμεση σχέση με την αποτελεσματικότητα των ψεκασμών και τη δημόσια υγεία δεν ελέγχονται.

Τα προγράμματα καταπολέμησης των κουνουπιών γίνονται με ευθύνη των Περιφερειών και Δήμων από ιδιωτικές εταιρείες και έχουν ιδιαίτερα υψηλό κόστος (μόνο το πρόγραμμα της Κεντρικής Μακεδονίας έχει ετήσιο προϋπολογισμό ορισμένων εκατομμυρίων Ευρω).

Ευχόμαστε τα προγράμματα αυτά να βελτιωθούν λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο αυτό, αλλά και άλλες που έχουν εκφραστεί αρμοδίως στο παρελθόν, με σεβασμό στη δημόσια χρηματοδότηση και την υγεία των συμπολιτών μας.

*Ο Δημήτρης Κωβαίος είναι Καθηγητής Εντομολογίας στο ΑΠΘ, Κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος. Έχει ασχοληθεί ερευνητικά για πολλά χρόνια με τα κουνούπια και τα προγράμματα καταπολέμησής τους. 

Προβλήθηκε 1127 φορές