
Έρχεται μια στιγμή στην ιστορία κάθε οικογένειας, που κάτι σπάει...
Όταν τα χρόνια συσσωρεύονται, οι ηλικίες μπερδεύονται και η φυσική
ο γιος γίνεται πατέρας, του πατέρα του.
Τα γηρατειά έρχονται ήσυχα, σαν ομίχλη.
Και μια μέρα, χωρίς προειδοποίηση, ο πατέρας σου -ο ίδιος, που κάποτε
σου κρατούσε το χέρι με δύναμη- αρχίζει να περπατάει αργά, με δισταγμό,
σαν να κινείται μέσα σε ένα σύννεφο.
Ο πατέρας μπαίνει στην ομίχλη, των γηρατειών. Οι ενέργειες του χάνουν
το σθένος, τα βήματα του την ασφάλεια.
Και μια μέρα, αυτός που σε κουβάλησε με ασφάλεια στην αγκαλιά του, τώρα
δεν θέλει να είναι μόνος, πια...
Δεν μπορεί πλέον, να βάλει μόνος του ρούχα. Ξεχνάει τα φάρμακα. Κάθεται
σιωπηλός, κοιτάζοντας ένα πρόσωπο, ένα σταθερό σημείο, μια ανάμνηση.
Και εμείς τα παιδιά δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να το αποδεχτούμε. Να
αναλάβουμε με τη σειρά μας την ευθύνη, για τις μέρες του. Αυτή η ζωή, που
κάποτε ήταν το λίκνο της δικής μας, τώρα χρειάζεται να φύγει εν ειρήνη.
Ήρθε η ώρα, να τα επιστρέψουμε όλα: Τη φροντίδα, τη ζεστασιά, τα χάδια,
τις άγρυπνες νύχτες που μας χάρισε.
Το σπίτι θα προσαρμοστεί ξανά -όχι πια, για ένα παιδί-. Για τους γονείς, που
έχουν γίνει εύθραυστοι. Τα έπιπλα θα μετακινηθούν, τα περιττά θα φύγουν
και στο μπάνιο θα εμφανιστεί το πρώτο σημάδι, της νέας πραγματικότητας:
μια μεταλλική μπάρα στο ντους. Δεν είναι απλά, ένα αντικείμενο. Είναι η
γραμμή, μεταξύ νεότητας και ευθραυστότητας. Είναι η νέα αλήθεια. Γιατί
από εκείνη τη στιγμή, ακόμα και το νερό του ντους μπορεί να μετατραπεί
σε καταιγίδα, για τα κουρασμένα πόδια αυτού που κάποτε ήταν ο ήρωας σου.
Ευλογημένοι είναι εκείνοι που γίνονται «πατέρες» των γονιών τους, ενώ είναι
ζωντανοί. Άτυχοι είναι αυτοί που εμφανίζονται μόνο την ημέρα της κηδείας,
χωρίς να ξέρουν πώς να πουν «αντίο», όταν μπορούσαν να το κάνουν αυτό
κάθε μέρα, με γλύκα.
Ο φίλος μου ο Χοσέ, συνόδευσε τον πατέρα του μέχρι την τελευταία του
πνοή. Στο νοσοκομείο, όταν μια νοσοκόμα προσπάθησε να τον μετακινήσει
στο κρεβάτι, σηκώθηκε και είπε αργά: «Άσε με, να το κάνω...». Ίσιωσε, μάζεψε
τις δυνάμεις του και για πρώτη φορά, τον κράτησε στην αγκαλιά του. Έγυρε
το πρόσωπο του, πάνω σε αυτό το κουρασμένο στήθος. Τον σήκωσε -άδειο,
εύθραυστο- στους ώμους του.
Ο πατέρας του έτρεμε, σχεδόν χωρίς δύναμη και ο Χοσέ τον κράτησε σφιχτά,
ακριβώς όπως τον κρατούσε ο πατέρας του όταν ήταν μωρό.
Τον αγκάλιασε, τον φίλησε, τον χάιδεψε απαλά και του ψιθύρισε με αγάπη:
«Εδώ είμαι μπαμπά. Είμαι μαζί σουουουου»...
Επειδή, στο τέλος του δρόμου, κάθε πατέρας θέλει να ακούσει μόνο ένα πράγμα:
«Ο γιος μου, είναι ε δ ώ. Δεν είμαι μόνος»...
(Κάρλος Φουέντες)