«Αμ ξέρω τι κιοτήδες είσαστε όλοι εσείς οι ταλαρίσιοι!»
(Γεώργιος Καραϊσκάκης)
Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε (Εγγονόπουλος).
«Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος).
Και πήρε σβάρνα ο Καραΐσκος, ο δολοφονημένος από τον Κόχραν, τον Τσορτς και τον Μαυροκορδάτο, πήρε σβάρνα, τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς κωλορεβερέντζηδες (οι πολιτικώς ορθοί, ας ανατρέξουν στα λεξικά)
Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).
Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας, βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.
Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο που θα ρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια.
Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων. «Ωραίοι ως Έλληνες.»
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παγωμένη στέπα, η πονηρή Αλεπού τριγυρνούσε νηστική. Κι όπως περπατούσε, βλέπει τον Λύκο να κάθεται δίπλα σε μια τρύπα στον πάγο.
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, πολύ κοντά στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής με το τεράστιο καμπαναριό. Στο δυο μου χρόνια -ο αδελφός μου ήταν πέντε- πέθανε η μάνα μας. Όμορφη και γλυκιά όσο καμία.