Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παγωμένη στέπα, η πονηρή Αλεπού τριγυρνούσε νηστική. Κι όπως περπατούσε, βλέπει τον Λύκο να κάθεται δίπλα σε μια τρύπα στον πάγο.
– Τι κάνεις εκεί, βρε Λύκε; ρώτησε η Αλεπού, δήθεν αδιάφορα.
– Ψαρεύω, είπε κατσούφικα ο Λύκος. Έχω βάλει την ουρά μου μέσα στην τρύπα και περιμένω να τσιμπήσουν.
Η Αλεπού έβαλε τα γέλια.
– Εσύ, με τέτοιο μυαλό, ούτε ψάρι δεν θα σου κάνει τη χάρη. Έλα, άσε τις ουρές και πάμε μαζί να βρούμε κάτι καλύτερο.
Ο Λύκος γρύλισε, αλλά την ακολούθησε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μύρισαν φρέσκο ψωμί. Ένα αγροτόσπιτο είχε μείνει ανοιχτό, και στο τραπέζι... ζεστή πίτα!
– Θα τρυπώσω εγώ, εσύ φύλαξε έξω, είπε η Αλεπού.
– Γιατί εσύ πάντα τρως πρώτη; ρώτησε ο Λύκος.
– Γιατί εγώ σκέφτομαι, εσύ μονάχα τρως! του απάντησε.
Η Αλεπού πήδηξε μέσα, έριξε ένα κομμάτι στον Λύκο και κράτησε τα υπόλοιπα για τον εαυτό της.
– Ε, δεν είπαμε να μοιραστούμε; γρύλισε ο Λύκος.
– Μοιραστήκαμε! Εσύ πήρες ένα κομμάτι, εγώ... τα υπόλοιπα, χαχάνιζε η Αλεπού.
Ο Λύκος θύμωσε, όρμησε να τη δαγκώσει. Πιάστηκαν στα χέρια — ή μάλλον, στα νύχια και στα δόντια.
Τσακώνονταν τόσο δυνατά που ξύπνησαν τον αγρότη!
– Τρέχα! φώναξε η Αλεπού.
Και οι δυο το έβαλαν στα πόδια, μες στο χιόνι, με μια πίτα στον σάκο και γρατζουνιές στη μουσούδα.
Κάπου μακριά, δίπλα στη φωτιά, κάθισαν τελικά να φάνε μαζί.
– Λες να ξανασυνεργαστούμε; μουρμούρισε ο Λύκος.
– Μόνο αν είσαι έτοιμος να σε ξανακοροϊδέψω! γέλασε η Αλεπού.
Και κάπως έτσι... ο καβγάς έγινε γλέντι.
'Ενα παραμύθι με την βοήθεια του https://chatgpt.com/