Κώστας Βάρναλης: Τὸ κελάηδημα τῆς τσίχλας (ΟΜΙΛΟΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ)

Αρθρογραφία 22 Δεκεμβρίου 2017

ΤΣΙΧΛΑ τὴν πα­ρα­νο­μά­ζα­νε στὸ χω­ριὸ τὴν Ἀν­νού­λα. Κι' ἔ­ζη­σε καὶ πέ­θα­νε Τσί­χλα.

Εἴ­τα­νε μιᾶς μπου­κιᾶς ἀν­θρω­πά­κι. Ἀ­δύ­να­τη, μὲ ψι­λὰ κα­νιά, δί­χως βά­ρος, πε­τού­με­νη. Δὲν περ­πα­τοῦ­σε – πή­δα­γε κι' ἔ­τρε­χε.

Ἀλ­λὰ γιὰ ποι­ό χω­ριὸ μι­λᾶ­με;

Γιὰ ἕ­ν' ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ βου­νί­σια, ποὺ σκαρ­φα­λώ­νου­νε στὴν πλα­γιὰ τοῦ βου­νοῦ κ' εἶ­ναι ὅ­λα τὰ ἴ­δια. Ὄ­μορ­φα, μὰ φτω­χὰ καὶ μί­ζε­ρα κι' ἀ­φη­μέ­να στὴν τύ­χη τους κι ἀ­πὸ Θε­οὺς κι ἀν­θρώ­πους.

Μιὰ ρε­μα­τιὰ στὴν κα­τη­φο­ριὰ μὲ τὶς κόκ­κι­νες ρο­δο­δάφ­νες καὶ μιὰ γι­δό­στρα­τα, ποὺ φέρ­νει μὲς ἀ­πὸ τὸ δά­σος τῶν πέφ­κων στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Τό­σο ἀ­πό­με­ρο, ξε­χα­σμέ­νο χω­ριό, ποὺ σχε­δὸν εἶ­χε κι ἀ­φτὸ ξε­χά­σει τ' ὄ­νο­μά του.

Δὲν τοῦ χρει­α­ζό­τα­νε, λὲς καὶ τοῦ πε­φτε βά­ρος.

Ἀλ­λ' ὅ­σο τοὺς λεί­που­νε τῶν μι­κρῶν ἀ­φτῶν χω­ρι­ῶν, πο­λι­τι­σμός, φρον­τί­δα καὶ χορ­τα­σιά, τό­σο τοὺς πε­ρισ­σέ­β' ἡ ψυ­χή, ψυ­χὴ τοῦ λα­οῦ!

Εἴ­μα­στε στὸν τε­λε­φταῖ­ο χρό­νο τῆς κα­το­χῆς.

Τὸ χω­ριό, ποὺ λέ­με, βρι­σκό­τα­νε στὰ σύ­νο­ρα τῶν δύ­ο Ἑλ­λά­δων: τῆς λέ­φτε­ρης καὶ τῆς συ­νερ­γα­ζό­με­νης. Ἀλ­λὰ πρὸς τὰ ἐ­δῶ.

Ἕ­να γερ­μα­νι­κὸ φυ­λά­κιο προ­σπα­θοῦ­σε μὲ τοὺς να­ζῆ­δες τοὺς δι­κούς του καὶ τοὺς τσο­λιά­δες τοὺς «δι­κούς μας» νὰ μπο­δί­ζει τὴ λε­φτε­ριὰ νὰ κα­τέ­βει ἀ­π' τὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ πρὸς τὰ κά­τω – στὸν κάμ­πο. Για­τὶ κεῖ ψη­λὰ στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ εἴ­χα­νε φω­λιά­σ' οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ Ἔ­θνους κι ἑ­τοι­μά­ζα­νε «κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να» γιὰ τοὺς ἐ­χθρούς.

Μὲ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὴν ἐ­πι­τρο­πὴ τοῦ χω­ριοῦ εἴ­χα­νε συ­χνὴν ἐ­πα­φή. Ἀλ­λὰ πῶς; Μέ­σον τῆς τσί­χλας. Εἴ­τα­νε κό­ρη μιᾶς φτω­χειᾶς χη­ρε­βά­με­νης τοῦ χω­ριοῦ, ποὺ ὁ ἄν­τρας της σκο­τώ­θη­κε στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Ὀ­χτὼ μὲ δέ­κα χρο­νῶν ἡ τσί­χλα. Μὰ γε­μά­τη φω­νή, ξυ­πνά­δα καὶ μῖ­σος ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν. Καὶ σβέλ­τη καὶ μπα­σμέ­νη στὴ ζω­ὴ —σὰν ὥ­ρι­μο πλά­σμα— κι ἀ­δεί­λια­στη.

Κα­λὸς και­ρὸς στὰ τέ­λη τοῦ Δε­κέμ­βρη. Ἥ­λιος καὶ στέ­γνη – μὰ καὶ κρύ­ο τσου­χτε­ρό.

Ἡ Τσί­χλα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα παι­διά (τὰ σκο­λειὰ κλει­σμέ­να!) βγαί­ναν ἔ­ξω ἀ­π' τὸ χω­ριὸ σ' ἕ­να πλά­τω­μα πρὸς τὸ ρέ­μα καὶ παί­ζα­νε μπρο­στὰ στὰ μά­τια τῶν Γερ­μα­νῶν καὶ τῶν τσο­λιά­δων.

Παί­ζα­νε τό­πι.

Ἡ Τσί­χλα, πά­νου στὸ φούν­τω­μα τοῦ παι­χνι­διοῦ, τί­να­ζε τὸ τό­πι ὅ­σο μπο­ροῦ­σε πι­ό­τε­ρο, νὰ τὸ φτά­σει.

Τὸ τό­πι κυ­λοῦ­σε κά­του στὴ ρε­μα­τιὰ κι ἡ Τσί­χλα κυ­λοῦ­σε κι ἀ­φτή.

Ὄ­χι πο­λὺ ψη­λά, μέ­σα στὸ δά­σος τὴν πε­ρι­μέ­να­νε κα­τὰ τὸ με­ση­μέ­ρι, κά­θε μέ­ρα δυ­ὸ ἀν­τάρ­τες. Τοὺς ἔ­δι­νε τὸ μή­νυ­μα γραμ­μέ­νο ἢ στο­μα­τι­κὰ τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σε πί­σω λα­χα­νι­α­σμέ­νη (γιὰ νὰ μὴν ἀρ­γή­σει) μὲ τὸ τό­πι στὰ χέ­ρια!

Ἀλ­λ' ἀ­φτὸ τὸ τα­χτι­κὸ χά­σι­μο τῆς Τσί­χλας μέ­σα στὸ δά­σος πο­νή­ρε­ψε τοὺς «ἐ­χθροὺς» ξέ­νους καὶ δι­κούς.

«Πρέ­πει νὰ ἰ­δοῦ­με τὶ τρέ­χει, μὲ τρό­πο – για­τὶ τὸ μω­ρὸ εἶ­ναι πο­λὺ πο­νη­ρό...».

Ἀλ­λὰ δὲν χρει­ά­στη­κε τρό­πος. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ, δε­ξὶ χέ­ρι τῶν Να­ζή­δων, ἔ­κα­νε τὴν τε­λε­φταί­α του ὑ­πη­ρε­σί­α «πρὸς τὴν Πα­τρί­δα». Τοὺς πλη­ρο­φό­ρη­σε τὶ συμ­βαί­νει.

Ὅ­ταν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ Τσί­χλα ξα­νά­κα­νε τὸ «παι­χνί­δι» της, τρέ­ξα­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ τό­πι Να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοί», στα­μα­τή­σα­νε τὸ τό­πι, στα­μα­τή­σα­νε κι ἀ­φτή­νε καὶ τὴν ψά­ξα­νε.

Βρή­κα­νε χω­μέ­νο μέ­σα στὰ μαλ­λιά της ἕ­να χαρ­τά­κι.

«Ἔ­λα δῶ, που­λά­κι μου, τὴ ρώ­τη­σε ὁ πρό­ε­δρος. Ποι­ός σοῦ τό δω­σε τοῦ­το;»

«Μό­νη μου τό γρα­ψα.»

«Καὶ τί ξέ­ρεις ἐ­σὺ ἀ­πὸ τέ­τοι­α πρά­μα­τα;»

«Ὅ­λοι μας ξέ­ρου­με.»

«Καὶ τί ἄλ­λο "παι­χνί­δι" ξέ­ρεις;»

«Ὅ­λα. Καὶ νὰ τρέ­χω. Καὶ νὰ πη­δῶ. Καὶ νὰ τρα­γου­δῶ. Νὰ σκαρ­φα­λώ­νω στὰ δέν­τρα, νὰ καρ­πο­λο­γῶ καὶ νὰ πιά­νω που­λά­κια στὶς φω­λι­ές τους.»

«Γιὰ σκαρ­φά­λω­σε σ' ἀ­φτή­νε τὴν ἐ­λιὰ νὰ σὲ ἰ­δοῦ­με;»

Ἡ Τσί­χλα βρέ­θη­κε σ' ἕ­να λε­πτὸ πά­νω στὸ δέν­τρο.

«Ξέ­ρεις, εἶ­πες, νὰ τρα­γου­δᾶς. Γιὰ πές μας κα­νέ­να "σκο­πὸ" ν' ἀ­κού­σου­με; Ὅ,τι σοῦ ἀ­ρέ­σει.»

Κ' ἡ Τσί­χλα μὲ λα­γα­ρὴ παι­δι­ά­στι­κη φω­νὴ κε­λά­η­δη­σε.

 

«Μά­βρ' εἶ­ν' ἡ νύ­χτα στὰ βου­νά...» (Ἀ­φτὸ τὸ τρα­γού­δι εἴ­τα­νε τό­τες τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο τρα­γού­δι τῶν σκλα­βω­μέ­νων Ἑλ­λή­νων.)

 

Μπαμ!, μπάμ!, μπάμ!...

Οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες κι οἱ τσο­λιά­δες τὴ βά­λα­νε στὸ ση­μά­δι καὶ τὴ σκο­τώ­σα­νε σὰν που­λί. Καὶ τὸ που­λὶ σω­ρι­ά­στη­κε χά­μου, μιᾶς φού­χτας σῶ­μα κι ἀ­πέ­ραν­τη ψυ­χή. Ἡ ψυ­χὴ ὅ­λης τῆς Ἑλ­λά­δας.

Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ καμ­πά­νες δι­α­λα­λού­σα­νε τὴ γέν­νη­ση τοῦ «Σω­τῆ­ρος», πέ­σα­νε ξαφ­νι­κὰ στὸ χω­ριὸ οἱ ἀν­τάρ­τες – καὶ να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοὶ» κι ὁ πρό­ε­δρος πλη­ρώ­σαν μὲ τὴ ζω­ή τους τὸ ἄ­ναν­τρό τους ἔγ­κλη­μα.

Κι ὕ­στε­ρα;

Ὕ­στε­ρ' ἀ­πὸ ἕ­να χρό­νο ἡ «ἐ­λευ­θε­ρί­α» εἶ­χε κυ­νη­γη­θεῖ στε­ριᾶς καὶ πε­λά­ου ἀ­π' ὅ­λη τὴν Ἑλ­λά­δα.

Ἀλ­λὰ κά­θε Χρι­στού­γεν­να, με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, οἱ χα­ρού­με­νοι ἀν­τί­λα­λοι τῆς καμ­πά­νας δὲν μπο­ρ­οῦ­νε νὰ πνί­ξου­νε τὸ θλι­βε­ρὸ κε­λά­­δη­μα τῆς Τσί­χλας καὶ τὸ κλά­μα τῆς Πα­τρί­δας... 

Προβλήθηκε 975 φορές

Αλέκος Παναγούλης: 49 χρόνια από τον χαμό ενός αυθεντικού λαϊκού ήρωα

Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.

Η άδεια Αθήνα και τα άδεια όνειρα των παιδιών μας (Ελένη Καλογεροπούλου)

Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.