Να διοριστεί ο Θανάσης στο Δημόσιο; (Του Ανδρέα Ζαμπούκα)

Αρθρογραφία 10 Οκτωβρίου 2018

Του Ανδρέα Ζαμπούκα (www.liberal.gr)

Αυτό το κράτος που ιδρύθηκε το 1830 χωρίς την υπογραφή των Ελλήνων, δεν θεωρήθηκε ποτέ δημιούργημα των πολιτών του. Και γι αυτό, δεν αποτέλεσε παρά μία «εγγυήτρια δύναμη» για ικανοποίηση προσωπικών, φυλετικών ή συντεχνιακών συμφερόντων. Με παραγωγικό προπύργιο «εξυπηρέτησης» το Δημόσιο.

Σε όλες τις περιόδους, υπάρχει κάτι κοινό. Σε κυβερνήσεις, πολιτικά συστήματα και ιδεολογίες: η διαχρονική ομηρεία των δημοσίων υπαλλήλων από το κάθε κόμμα που καταλαμβάνει ως φέουδο την εξουσία. Ειδικά, τις τελευταίες δεκαετίες, που οι ευρωπαϊκές εγγυήσεις προσέφεραν κάλυψη και νέες «ευκαιρίες» η αρχή του Δημοσίου διαιωνίζεται με την ανοχή του «λαού» που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις.

To συμπέρασμα είναι λίγο πολύ, πως η ιδεολογία στη χώρα, είναι ο κρατισμός. Αυτή η συγκεκαλυμμένη μορφή ολοκληρωτισμού που κρύβεται πίσω και από τις ημιμαθείς καρικατούρες της δήθεν αριστεράς.

Και για την επαλήθευση της ιστορίας, η κυβέρνηση των «Συριζανέλ» ετοιμάζει μπαράζ προσλήψεων για μόνιμο και για εποχικό προσωπικό παρά την ήδη βεβαρημένη κατάσταση στον δημόσιο τομέα.

Στα σχέδιά της, βρίσκονται δεκάδες προκηρύξεις μονίμων και εποχικών σε φορείς όπως δήμοι, υπουργεία, νοσοκομεία, ΕΡΤ και ΔΕΚΟ. Κάποιοι μιλούν για χιλιάδες προσλήψεις ενώ εκκρεμούν ακόμα οι δικαστικές υποθέσεις χιλιάδων συμβασιούχων που εργάζονται στους δήμους και έχουν προσφύγει στα δικαστήρια ζητώντας την άμεση μονιμοποίησή τους.

Εκτός από την αμφιβολία για την αναγκαιότητα τόσων θέσεων εργασίας στη στελέχωση υπηρεσιών, προκύπτουν άλλα τεράστια ζητήματα.

Πόσο συμμετέχει ας πούμε, κάθε κρατικός υπάλληλος στο ΑΕΠ της χώρας. Ή ακόμα χειρότερα, σε τι βαθμό εμποδίζει την αύξηση του ΑΕΠ, με τα τείχη που συνεχώς ορθώνει απέναντι στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Αναρωτιέμαι πως υπολογίζεται η υπεραξία της προσφοράς ενός υπαλλήλου της πολεοδομίας, μιας ΔΟΥ, ενός υπαλλήλου ΟΤΑ ή ενός υπαλλήλου του Υπουργείου Ανάπτυξης που εγκρίνει κονδύλια για αναπτυξιακά προγράμματα.

Θα το επιτρέψουν οι συνθήκες, οι δανειστές και οι απαιτήσεις της επενδυτικής ανάπτυξης που τόσο πολύ μας ενδιαφέρει για την ισορροπία της οικονομίας; Θα βρουν τρόπο! Θα ανακαλύψουν παραθυράκια. Θα καταφύγουν σε μεθοδεύσεις. Και ας μην μείνει σάλιο από το περίφημο «μαξιλάρι» που το υπερπλεόνασμα εξυπηρετεί, εξαιτίας της υπερφορολόγησης.

Kάποτε είχα αναρωτηθεί αν πρέπει να απολυθεί ένας Θανάσης από το Δημόσιο. Ήταν πράγματι, μια περίπτωση γνωστού που έφευγε ως πλεονάζον προσωπικό, με τα πρώτα μνημόνια.

Τώρα αναρωτιέμαι αν πρέπει κάποιος άλλος Θανάσης, εν μέσω ανεργίας και κρίσης, να διοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ στο κομματικό Δημόσιο.

Και τότε και τώρα, έχω την ίδια απάντηση: Η χώρα θα σωθεί όταν τα «δημόσια» συναισθήματά μας για τους συνανθρώπους μας μοιραστούν δίκαια σε όλους.

Όταν θα καταφέρουμε να αποκτήσουμε ένα κράτος σύγχρονο, ρεαλιστικό που θα κάνει σαφές στους πολίτες του τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Και κυρίως, την βασική αρχή της ανταποδοτικότητας σε όλες τις οικονομικές σχέσεις τους με τις υπηρεσίες.

Ως τότε, ο Θανάσης θα παραμένει «οικότροφος» της νεοελληνικής «πρόνοιας» και αποδέκτης των πιο τρυφερών συναισθημάτων μας. Όσων από μας τον γνωρίζουν βέβαια. Γιατί για το κράτος θα είναι πάντα σύμβολο και πελάτης μαζί. Χρήσιμος «όμηρος» δηλαδή, στον πόλεμο για την εξουσία.

Η κυβέρνηση αυτή και κάθε άλλη λαϊκίστικη κυβέρνηση θα επιχειρεί πάντα να διορίζει, εις βάρος του μέλλοντος των παιδιών μας, επειδή εμείς οι ίδιοι θα «συμπονούμε» Θανάσηδες.

Όπως εκείνον τον Θανάση, που τον «περιέθαλψε» επαναπροσλαμβάνοντας πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας ταυτόχρονα έναν νέο και παραγωγικό πτυχιούχο στο εξωτερικό... 

Προβλήθηκε 881 φορές

Αλέκος Παναγούλης: 49 χρόνια από τον χαμό ενός αυθεντικού λαϊκού ήρωα

Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.

Η άδεια Αθήνα και τα άδεια όνειρα των παιδιών μας (Ελένη Καλογεροπούλου)

Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.