Νύκτωρ... (του Στάθη)

Αρθρογραφία 14 Ιανουαρίου 2019

Του Στάθη (www.topontiki.gr)

Μια πετρωμένη νύχτα, πολιορκημένος ο κάποτε Πολιορκητής, εννόησε ότι η παράσταση έλαβε τέλος, ο θίασος σκόρπισε, το έργο δεν διέθετε άλλες λέξεις.

Εκδύθηκε λοιπόν τα βασιλικά φορέματα, απεκδύθηκε το στέμμα, πήγε να ενδυθεί τις αρχαίες σημαίες, δίστασε κι εν τέλει φόρεσε τα τρύπια ιμάτια αυτού που ήταν – ένας περιπλανώμενος ηθοποιός.

Αποκαρδιωμένος αλλά ακόμα ζωντανός, τα νύχια της ίδιας του της φρουράς διαφεύγοντας, βγήκε στους πέντε δρόμους – γύριζε επιτέλους στο σπίτι.

Ο Ποιητής τον είχε προειδοποιήσει: καθ’ οδόν μην κοιμηθείς στον δρόμο, φοβού τα σκυλιά.

Μην κοιμηθείς σε παραλία, τις νύχτες βγαίνει η θάλασσα.

Μην κοιμηθείς στα δάση, στην καρδιά τους σαν βγαίνει ο ήλιος, το πρωί δεν ξημερώνει.

Ποτέ του δεν είχε διαβάσει τον Ποιητή, ούτε τις Μούσες άφησε ποτέ να τον επισκεφθούν – τι χρησιμότητα τάχα θα ‘χαν;

Στο σπίτι δεν έφθασε ποτέ, ο δρόμος τον αφάνισε; το δάσος; ή η θάλασσα;

Κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει.

…………………………

Ότι είχε χαθεί, άφησε κι αυτός ο ίδιος να εννοηθεί. Σιωπή –

Κι ύστερα από λίγο καιρό, ο γυμνός βασιλιάς άλλαξε πάλι μορφή και φάνηκε ξανά στην πιάτσα, εκ νέου Πολιορκητής, εκ νέου νέος, εκ νέου παράκλητος.

Κι έτσι ζήσαμε. Με τις χίλιες μορφές του γυμνού βασιλιά να διαδέχονται η μια την άλλη. Ούτε οι δρόμοι, ούτε οι θάλασσες, ούτε τα δάση μπόρεσαν – έσφαλε ο Ποιητής. Ή ίσως ομίλησε υπερβολικώς μεταφορικά. Ας έλεγε «οι άνθρωποι», ώστε όλοι επιτέλους να καταλάβουμε και να γίνει εν τέλει η δουλειά…

email: [email protected] 

Προβλήθηκε 549 φορές

Αλέκος Παναγούλης: 49 χρόνια από τον χαμό ενός αυθεντικού λαϊκού ήρωα

Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.

Η άδεια Αθήνα και τα άδεια όνειρα των παιδιών μας (Ελένη Καλογεροπούλου)

Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.