Επιδόματα δουλείας και αναξιοπρέπειας (Του Τάσου Ι. Αβραντίνη)

Αρθρογραφία 16 Μαρτίου 2019

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη (www.liberal.gr)

Η κυβέρνηση της Αριστεράς προκειμένου να μετριάσει την έκταση της επερχόμενης εκλογικής ήττας της μοιράζει αφειδώς επιδόματα. Τα χρήματα προέρχονται από την υπερφορολόγηση της ολοένα και περισσότερο συρρικνούμενης παραγωγικής οικονομίας.

Η πολιτική της κυβέρνησης μπορεί να συνοψισθεί στη φράση «ό,τι παράγει το φορολογούμε. Εάν εξακολουθεί να παράγει, το φορολογούμε περισσότερο. Εάν παύσει να παράγει, το επιδοτούμε».

Η κυβέρνηση, απολύτως συνεπής με τις ιδεολογικές αρχές της, επιδιώκει την «απαλλοτρίωση» των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Όμως τα διαρκώς αυξανόμενα προγράμματα κρατικής «πρόνοιας» -σε συνδυασμό με τις ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες και την ακατάσχετη πολυνομία- δεν στοχεύουν στην κοινωνική συνοχή, η οποία άλλωστε μόνο μέσω του μηχανισμού της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να προκύψει, αλλά στην κοινωνική «συνενοχή», όπου λίγο - πολύ όλοι θα εξαρτώνται για να επιβιώσουν από το μεγάλο κράτος-«πατερούλη» με τα λεφτά των άλλων.

Η νέα κοινωνική «συνενοχή» του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύει στην ουσία την κοινωνική συνοχή, καθώς το βαρύ κόστος της διατήρησης των ωφελημάτων όσων λαμβάνουν κρατικές παροχές χρηματοδοτείται από τους φόρους και κατ' ουσίαν επιρρίπτεται στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, στις επιχειρήσεις, στους ανέργους και κυρίως στους νέους. Μακροπρόθεσμα βλάπτει περισσότερο όσους υποτίθεται ότι ωφελεί.

H πολιτική των επιδομάτων τάχα για την αντιμετώπιση της φτώχειας, όπως διδάσκονται οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών, έχει και μια ακόμη, άκρως καταστρεπτική συνέπεια: αυξάνει αντί να μειώνει τη φτώχεια, όπως ακριβώς η επιδότηση της παραγωγής ενός προϊόντος αυξάνει την ποσότητα αυτού του παραγόμενου είδους.

Είναι λοιπόν καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος δεν μπορεί με επιδοματικές πολιτικές να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας.

Το κράτος μετατρέπει τη φιλανθρωπία από αρετή σε δουλεία. Σκοπός του είναι η διαιώνιση της φτώχειας ώστε να διατηρεί όλο και περισσότερους πολίτες απόλυτα εξαρτημένους από αυτό.

Επιδιώκει ακόμη συνειδητά να αμβλύνει το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς κανένας αξιοπρεπής άνθρωπος δεν θα δεχόταν να εξαρτάται για πάντα από τη βοήθεια κάποιου.

Για σκεφτείτε, πριν από είκοσι πέντε αιώνες ο Περικλής καυχιόταν ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν θεωρούσε ντροπή να είναι κάποιος φτωχός, ντροπή ήταν να μην προσπαθεί με την εργασία του να ξεφύγει από τη φτώχεια του (« (...) καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον»).

Στο ίδιο μήκος, πριν από εννέα αιώνες, και ο Μωυσής Μαϊμωνίδης, ένας από τους διαπρεπέστερους Εβραίους φιλοσόφους της Ιστορίας δίδασκε ότι στη φιλανθρωπία υπάρχουν πάντοτε δύο μέρη, ο ευεργέτης και ο ευεργετούμενος. Ο πρώτος πρέπει να έχει σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στον αποδέκτη της παροχής να γίνει αυτάρκης και ο δεύτερος αξιοπρέπεια. Σκοπός της φιλανθρωπίας θα πρέπει να είναι πάντοτε η ανεξαρτησία του ευεργετούμενου.

Η αποτελεσματική καταπολέμηση του προβλήματος της ανθρώπινης δυστυχίας είναι να δοθεί η δυνατότητα στους ανθρώπους να πατήσουν πιο γερά στα πόδια τους χωρίς την παρέμβαση του κράτους, την ανελευθερία και τις εξαρτήσεις που αυτό δημιουργεί.

Αυτό ακριβώς σημαίνει να είσαι ελεύθερος άνθρωπος, να αγωνίζεσαι, να κατακτάς την επιτυχία, να αποτυγχάνεις, να μην εγκαταλείπεις, να σηκώνεσαι και να προσπαθείς ξανά

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο, της Παρασκευής 15 Μαρτίου 

Προβλήθηκε 663 φορές

Αλέκος Παναγούλης: 49 χρόνια από τον χαμό ενός αυθεντικού λαϊκού ήρωα

Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.

Η άδεια Αθήνα και τα άδεια όνειρα των παιδιών μας (Ελένη Καλογεροπούλου)

Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.