Του Σπύρου Τζόκα
 
ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟΝ …..ΖΗΤΙΑΝΟ ΝΙΚΗΤΑΡΑ!!!
 
Κόντευε να νυχτώσει στη μεγάλη εκείνη μάχη. Πριν είχε ακουσθεί η βροντώδης φωνή:  «Μην υποχωρήσουμε τώρα. Ούτε σπιθαμή. ……ούτε βήμα. Στη μάχη αυτή την άνιση θα αντέξουμε.  Θα είμαστε οι νικητές. Έτσι και αλλιώς. Στην μάχη της αξιοπρέπειας έχουμε ήδη νικήσει. Είμαστε νικητές αδέλφια.» 
 
Ήταν 18 Μαϊου του 1821.  Το σπαθί είχε κολλήσει  στο χέρι του. Δεν ξεκολλούσε μετά από ώρες μάχης. Με το σπαθί αυτό και με τους συντρόφους του  νικάει τους Τούρκους στα Δολιανά Κυνουρίας. 
  
Ο μεγάλος αγωνιστής της ελευθερίας, ο Νικηταράς, εκτός από τη διεύθυνση της μάχης, διακρίθηκε και στις σπαθομαχίες. Για την επιτυχία του αυτή επονομάσθηκε Τουρκοφάγος.
 
 Όρθωσε  το ανάστημα του στα μαρμαρένια αλώνια και δεν φοβήθηκε ούτε τους Τούρκους, ούτε τον Χάροντα.  Και αυτός…..και αυτός τους σέβεται. Στη μάχη αυτή είναι ο  νικητής. Έτσι και αλλιώς.  Δεν θα μπορούσε αυτή η ψυχή να νικηθεί. 
  
Τίμιος, ανιδιοτελής και σκληραγωγημένος, από την αρχή της επανάστασης βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, δίπλα στο θείο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, τον οποίο δεν εγκατάλειψε ποτέ. 
 
Για τον Νικηταρά η μάχη της ελευθερίας έμοιαζε με εθνικό κάλεσμα. Ακόμα και οι εχθροί του θαύμαζαν το ήθος του!
 
 Όταν σε μια μάχη συνάντησε μισοπεθαμένο ένα τουρκαλβανό, τον έσυρε στην πλάτη του και το μετέφερε στο κεφαλόβρυσο, όπου του περιέθαλψε τα τραύματα, όπως επέβαλε η ηθική της μάχης. Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς ήταν από τους ελάχιστους που δεν πήρε το παραμικρό, αφού πίστευε πως τα λάφυρα έπρεπε να δοθούν στον αγώνα.
 
Μετά την απελευθέρωση ο Νικηταράς στήριξε τον Ιωάννη Καποδίστρια, κι όταν ήρθαν οι Βαυαροί άρχισαν οι περιπέτειες του. Τη μοίρα των αγωνιστών ακολούθησε  και αυτός. 
 
Οι αγωνιστές διαχρονικά  δεν δικαιώθηκαν. Εκείνοι που παρέμειναν αμετακίνητοι στις αρχές τους και δεν λιποψύχησαν, εκείνοι που στις δύσκολες ώρες προσπάθησαν να διαφυλάξουν αξίες και αγωνίστηκαν όχι μόνο δεν δικαιώθηκαν, αλλά κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν και λοιδορήθηκαν.
 
 Η Ελλάδα «έτρωγε» πάντα τους ήρωες της και επιβράβευε του κίβδηλους «κυρ Παντελήδες…»
 
Ο ανιδιοτελής τουρκοφάγος συνελήφθη μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους.  Τον Δεκέμβριο του 1839 φυλακίσθηκε!!! για τον αγώνα του κατά των βαυαρών και τα εθνικά δίκαια, καθώς μετείχε σε οργάνωση που επεδίωκε απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. 
 
Ακολούθησαν φρικτά βασανιστήρια, απαγόρευση επικοινωνίας με τους δικούς του και άρνηση παροχής οποιασδήποτε ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
 
Ο ετοιμοθάνατος αγωνιστής, εξαντλημένος από τα βασανιστήρια και ταλαιπωρημένος από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε παραπέμπεται σε δίκη. Τον εξόρισαν στην Αίγινα όπου έμεινε φυλακισμένος περίπου δεκαοκτώ μήνες. 
 
Η επιστροφή του από την εξορία τον βρήκε σε άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Γύρισε στο φτωχικό του σπίτι σχεδόν τυφλός. 
 
Βαριά άρρωστος έκανε αίτημα να του δοθεί σύνταξη. 
 
Αντί για σύνταξη του δόθηκε άδεια ζητιάνου, από την πολιτεία που ο ίδιος λευτέρωσε! Κάθε Παρασκευή να ζητιανεύει έξω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας. Και μάλιστα σε θέση που δεν ήταν αρκετά προσοδοφόρος!!!!
 
Η άθλια κατάσταση της υγείας του, αποτέλεσμα των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστη στη φυλακή, τον οδήγησε στο θάνατο.
 
 Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος!!! Σαν μίασμα, σαν απόβρασμα, σαν άνθρωπος που κακώς υπήρξε, γιατί έδινε το κακό παράδειγμα!!!
 
Στο μυαλό μου τα λόγια  του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. 
 
Τα είχε πει στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, όταν παραλάβαινε το Νόμπελ Λογοτεχνίας: 
 
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη....» 
   
Ποια δικαιοσύνη; Τι συνέβη λοιπόν; 
 
Πήραμε τη ζωή μας λάθος… αυτή την μικρή χώρα την διαλύσαμε. Και όμως η ψυχή μας κραυγάζει.
 
 Εμείς που είμαστε κληρονόμοι αυτής της στέρεας γης που σφυρηλατήθηκε από την Ιστορία. Σε πόλεις κτισμένες πάνω σε άλλες πόλεις. Που πάντα πιστεύαμε ότι, όσες απʼ αυτές και αν ερημωθούν από τους ανέμους που σαρώνουν τον χρόνο, πάντα θα βρίσκουν άλλες από κάτω για να τους κρατούν ζωντανούς. 
 
Αν είναι τέτοια τα κρατήματά μας, πως μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι;
 

 Ή δεν είναι αυτά τα κρατήματα μας; 

Προβλήθηκε 1106 φορές

Το διήγημα της Πέμπτης: ''Χωρίς στεφάνι'' του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ένα διήγημα που μπορεί να ταιριάζει με αυτό που αποκαλούμε «ατμόσφαιρα των ημερών», όμως θίγει ζητήματα της κοινωνίας μας διαχρονικά, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης…