Βολβοί των ματιών αναποδογυρισμένοι, σεληνιασμένου.
Χοροπηδά κλοουνίστικα, με τα χέρια τεντωμένα, αρπάγες αρπαχτικού.
Μασέλες κροταλίζουν. Στόμα με άσαρκα χείλη άναρθρα κραυγάζει:
«Έρχομαι. Εγώ είμαι! Ο γελοίος! Ο πρωτόγονος άνθρωπος».
Στριφογυρίζει το κεφάλι σαν μαστουρωμένος Δερβίσης.
Η κερωμένη, οξυζεναρισμένη φράντζα, πεσμένη στο κούτελο.
Ανοιγοκλείνει τα άσαρκα χείλη:
«Σκότωσα τον Σουλεϊμανί για να σταματήσω και όχι να ξεκινήσω πόλεμο».
Βλακώδης γλώσσα, εγωκεντρικού, υπερφίαλη, αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως, ντυμένη την «πολιτισμένη» προβιά της τελετουργικής επισημότητας.
Η Βλακεία της υπερδύναμης.
Η βλακεία του κενόκρανου (κουφιοκεφαλάκη) ΤΡΑΜΠούκου Πλανηταρχίδη, του λειεγκέφαλου, «χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα», είναι ακαταμάχητη.
Βαριά μαύρα σύννεφα σκοτεινιάζουν τον ουρανό.
Το μουγκρητό των βομβαρδιστικών σχίζει τη μαυρίλα.
Σειρήνες στριγγλίζουν δαιμονισμένα.
Η γη τρέμει.
Βόμβες πυρπολούν γη κι ανθρώπους.
Βραχνές διαταγές.
Πυροβολισμοί, ανάκατοι με ανθρώπινες κραυγές πόνου
και σκούξιμο πεθαμένων.
Πανδαιμόνιο.
Χάος, Χαόκοσμος...
Διπλωμάτες με άσπρα σακάκια και μαύρα πανωφόρια, ανέλαβαν δράση.
Διπλωματικός εκπρόσωπος διαβιβάζει μήνυμα στους πυρπολημένους δολοφονημένους: «αν θέλετε να εκδικηθείτε, εκδικηθείτε κατά αναλογικό τρόπο σε αυτό που κάναμε».
Οι δολοφονημένοι σηκώνουν τη σημαία της εκδίκησης.
Ο νεκροί, ζητούν κι άλλους νεκρούς.
Παγκοσμιοποίηση νεκρών…
Ανακατεμένες με μουγκρητά αγωνίας και πόνου, οι ευχές για:
«Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος». 2020.
«Ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος. Να τη βγάλουμε κι εφέτος».
Ήταν σαν σήμερα, 15 χρόνια πριν, όταν τρεις άνθρωποι κι ένα αγέννητο παιδί έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα. Νεκροί σε ένα υποκατάστημα τράπεζας της Marfin στο κέντρο της Αθήνας.
Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.
Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.