"Λεύτερος να ’σαι δούλος οποιανού,
λεύτερος να μιλάς, όταν κοιμάσαι,
λεύτερος, χρόνια να τα κυνηγάς
των Γιούρων τα ποντίκια μη σε φάνε..."
Κ.Βάρναλης

Στη μνήμη του Δημήτρη Π.Καπετανόπουλου.

Ξημέρωσε 21η Απριλίου 1967. Από το πρωί το ραδιόφωνο δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Στο σπίτι πάντα ακούγαμε το πρωί ραδιόφωνο, πριν σκορπίσει ο καθένας για τις δουλειές της ημέρας. Ο πατέρας στο μαγαζί, εμείς στο σχολείο, η μάνα και η γιαγιά με τη λάτρα του σπιτιού.

Σήμερα όμως ήταν μια διαφορετική μέρα. Ο πατέρας πίνοντας τον καφέ του, δεν είπε κουβέντα σε μας. Μάθαμε αργότερα, ότι είπε στη μάνα να του ετοιμάσει το μικρό βαλιτσάκι με τα απαραίτητα και μια κουβέρτα. Ήταν βέβαιος ότι θα έρχονταν. Είχε πείρα από προηγούμενα χρόνια.

Εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου ο Κώστας, πήραμε το δρόμο για το σχολείο. Μόνο που μετά την πρωινή προσευχή, ο διευθυντής, Νίκος Αντίοχος, παλιός ΕΑΜίτης μας είπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.

Στο γυρισμό, είδαμε τις γνωστές ανθρώπινες φιγούρες της μικρής μας πόλης να κινούνται πιο βιαστικά, πιο νευρικά σαν κάτι αόρατο να τους απειλούσε.

Στα μαγαζιά που είχαν ανοίξει σιγά-σιγά, ήταν όλοι γύρω από τον ραδιόφωνο. Περνώντας από την αγορά είδαμε ότι περιπολούσαν ένοπλοι χωροφύλακες.

Γυρίζοντας στο σπίτι άνοιξα πάλι το παλιό singer ραδιόφωνο. Έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά. Κάποια στιγμή η φωνή του εκφωνητή, με μια απόκοσμη χροιά μας πληροφορούσε : «Εν Αθήναις σήμερον την 21η Απριλίου 1967...Αποφασίζομεν και Διατάσσομεν...».

Βγήκα από το σπίτι και πήγα στο μαγαζί του πατέρα, ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο της αγοράς της μικρής μας πόλης.

Ελάχιστοι οι θαμώνες. Ο παλιός ΕΛΑΣιτης, ο Σπύρος, όπως πάντα στην γωνιά του, έπινε το κατοσταράκι του, χωρίς να έχει αγγίξει το πιάτο που είχε μπροστά του.

Το παλιό ράδιο με τις λυχνίες, τοποθετημένο ψηλά στο ράφι, μετέδιδε την ίδια μουσική, δημοτικά και εμβατήρια. Ο Κώστας από απέναντι, παλιός χίτης που για ένα φεγγάρι πέρασε και από το ΕΑΜ, όπως πάντα στη θέση του παρατηρητή και πληροφοριοδότη της Ασφάλειας.

Πέρασα τη μακρόστενη σάλα και βγήκα στην πίσω αυλή. Είδα τον πατέρα από μακριά να κουβεντιάζει με κάποιον στη μικρή ξύλινη πόρτα, κοντά στο στενό. Κάτι του είπε χαμηλόφωνα, κι΄ύστερα γύρισε και έφυγε βιαστικά.

Το απόγευμα ο πατέρας έκλεισε νωρίτερα το μαγαζί, απ΄ ότι συνήθως. Στο τηλέφωνο που υπήρχε στο διπλανό μπακάλικο κάποιος τον ζήτησε από την Αμαλιάδα και κάτι του είπε. Ήρθε στο σπίτι και περίμενε.

Ο πατέρας ήταν πάντα ενεργός πολίτης. Με την συγκρότηση της Ε.Δ.Α μπήκε στο γραφείο του κόμματος της μικρής μας πόλης. ΕΠΟΝίτης στη Κατοχή, τα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν δεν άλλαξε και δεν αντάλλαξε.Έμεινε στον τόπο του και έδινε καθημερινά τη δική του μάχη.

Είχε μάθει ότι άρχισαν οι συλλήψεις στην Αμαλιάδα και τον Πύργο. Αυτά τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Ο μηχανισμός της Ε..ΔΑ είχε παραλύσει.

Το ρόπτρο της ξώπορτας χτύπησε αργά τη νύχτα. Ήταν περασμένες δώδεκα. Ο πατέρας δεν είχε ξαπλώσει. Περίμενε ντυμένος στην τραπεζαρία. Κατέβηκε αργά την ξύλινη εσωτερική σκάλα και άνοιξε.

Οι χωροφύλακες ένοπλοι, με την κατάσταση ανά χείρας «των επικινδύνων προς διασάλευση της τάξεως». Ο διοικητής της Χωροφυλακής είπε στον πατέρα να πάρει λίγα ρούχα μαζί του και να τους ακολουθήσει στο τμήμα. «Τα έχω έτοιμα» απάντησε ο πατέρας. Η μάνα έκλαιγε καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται μέσα στο σκοτάδι συνοδεία των χωροφυλάκων.

Στη χωροφυλακή έφεραν και τους άλλους συναγωνιστές του.

Το υπόλοιπο γραφείο της Ε.Δ.Α, τον Νίκο Γρηγορόπουλο, τον Πέτρο Φουσκαρίνη, τον Χρήστο Κυπριώτη και τον Νικόλα Τσουραπά.

Όταν συμπληρώθηκε ο αριθμός των "επικινδύνων" τους επιβίβασαν σε στρατιωτικό όχημα και τους μετέφεραν από την Ανδραβίδα στα Λεχαινά, σε ένα παλιό σχολείο, το οποίο μετέτρεψαν σε προσωρινό δεσμωτήριο.

Εκεί μάζεψαν τους «ύποπτους» για αντίσταση την εθνοσωτήριο από όλη την περιφέρεια ευθύνης της Ασφάλειας Λεχαινών. Με τους υποκόπανους των όπλων οι φαντάροι και οι χωροφύλακες, επέδειξαν ιδιαίτερη επιμέλεια στην "εθνική διαπαιδαγώγηση" των συλληφθέντων.

Την άλλη μέρα το απόγευμα τους φόρτωσαν σε στρατιωτικά καμιόνια για τις φυλακές του Πύργου, νηστικούς και χωρίς ούτε μια σταγόνα νερό. Στον Πύργο τους στοίβαξαν ασφυκτικά στις φυλακές. Το βράδυ "κατά λάθος" ένας χωροφύλακας από το ισόγειο πυροβόλησε με το τουφέκι του.

Οι κρατούμενοι ήταν φυλακισμένοι στον 1ο όροφο. ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς να μένει ούτε μια πιθαμή άδειος τόπος . Η σφαίρα τρύπησε το ξύλινο πάτωμα, και πέρασε ανάμεσα από τα πόδια ενός κρατούμενου χωρίς να σκοτώσει η να τραυματίσει κανέναν.

Η μεγάλη νύχτα, που ξεκίνησε την 21η Απριλίου 1967 και θα κρατούσε 2.651 μερόνυχτα, μόλις είχε αρχίσει...

Περικλής Δ.Καπετανόπουλος
 

πηγή

Προβλήθηκε 698 φορές

Το διήγημα της Πέμπτης: ''Χωρίς στεφάνι'' του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ένα διήγημα που μπορεί να ταιριάζει με αυτό που αποκαλούμε «ατμόσφαιρα των ημερών», όμως θίγει ζητήματα της κοινωνίας μας διαχρονικά, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης…