Για τον κάθε αγράμματο δημοσιογράφο, πολιτικό, λοιμωξιολόγο τάχα γιατρό, για τον κάθε τιποτένιο, για το κάθε περίτριμμα (σκουπίδι), θα τρέξει πάραυτα προς βοήθεια του, η αγέλη των λύκων!
θα τρέξει το σμάρι των αρπακτικών!
Θα προστρέξει το συνάφι!
Θα τρέξουν αμέσως οι προσήκοντες δικηγόροι του!
Θα παράσχουν την αμέριστη, και προφανώς ανιδιοτελή, υποστήριξη τους. Θα γράψουν έγγραφα, δικόγραφα, υπομνήματα, προσφυγές!
Θα ξεντερίζονται στα "κανάλια" τουρκογλείφοντας, αντιδικώντας.
Γιατί καθείς έχει το δικαίωμα στην υπεράσπιση του.
Καθένας (ακόμη και τα τέρατα), έχουν κατά νόμον, έναν τουλάχιστον δικηγόρο!
Και ο λαός, αυτός δεν είχε ανάγκη υπερασπίσεως;
Όταν έπεσε στα νύχια των πελατών τους,
όταν πεσμένος συρόταν κάτω,
όταν εκβιαζόταν,
όταν ασκούσαν επάνω του παράνομη βία,
όταν φιμωνόταν με μάσκες,
όταν τον κατωκλείδωναν,
όταν παραβιάζονταν οι νόμοι,
οι διεθνείς συνθήκες,
όταν σύρονταν τα παιδιά του στην διαδικτυακή αμορφωσιά,
όταν γελοιοποιείτο η νομική επιστήμη,
όταν είχε καταργηθεί η δικηγορία,
Τι να γράφει, άραγε, εκείνος ο έρημος Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος για τις υποχρεώσεις των δικηγόρων, όταν καταλύεται το Πολίτευμα και πλήττεται η Δημοκρατία; (έστω αυτή η ολίγη).
Ένα κείμενο, με τη δικηγορική του πένα, ο καθένας να έγραφε, όχι τίποτα περισσότερο, όχι τίποτα βαριές θυσίες, άλλος αέρας θα φυσούσε και θα σάρωνε τη βρώμα!
Ένα μόνο κείμενο, ένα απλό κείμενο ο καθένας!
Εκτός κι αν έκριναν πως δεν χρειάζεται, πως δεν πλήττεται η Δημοκρατία και το Σύνταγμα, πως όλα βαίνουν καλώς.
Εκτός κι αν οι σημερινοί δικηγόροι ξέρουν να γράφουν μόνο μηνύσεις και αγωγές.
Εκτός κι αν ξέμαθαν την γλώσσα της μάνας τους.
ΥΓ: Δεν αναφερόμαστε σε όλους, αλλά δυστυχώς σε ικανό αριθμό.
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, πολύ κοντά στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής με το τεράστιο καμπαναριό. Στο δυο μου χρόνια -ο αδελφός μου ήταν πέντε- πέθανε η μάνα μας. Όμορφη και γλυκιά όσο καμία.
Ήταν σαν σήμερα, 15 χρόνια πριν, όταν τρεις άνθρωποι κι ένα αγέννητο παιδί έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα. Νεκροί σε ένα υποκατάστημα τράπεζας της Marfin στο κέντρο της Αθήνας.
Ήταν η Πρωτομαγιά του 1976. Δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και το δράμα της Κύπρου. Οι Έλληνες έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά και με την καχυποψία ότι δεν έχουν εξαφανιστεί οι πιθανότητες μίας επιστροφής των χολερικών και των απομειναριών της χούντας.
Την ημέρα της γιορτής του Πάσχα βρέθηκα όπως οι περισσότεροι γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι. Εκεί που μετά τον οβελία, ανάμεσα στα γλυκά που έχουν μείνει και στο τελευταίο τσίπουρο, γίνονται οι πιο σημαντικές συζητήσεις.