Ο Δημήτρης Ροντήρης, ο μεγάλος θεατράνθρωπος είχε οικογενειακή καταγωγή από τον Πλάτανο Ναυπακτίας. Ο Πλάτανος για να τον τιμήσει ονόμασε το ανοιχτό θεατράκι που υπάρχει στο χωριό σε "Θέατρο Δημήτρη Ροντήρη". Αυτό έγινε πριν από αρκετά χρόνια, και από τότε, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες, το θεατράκι εγκαταλείφθηκε στη τύχη του και να το αποτέλεσμα.

Ο Καλλικρατικός Δήμος Ναυπακτίας, και η Τοπική Κοινότητα Πλατάνου δεν πήραν κανένα μέτρο  για να αποτρέψουν την καταστροφή. Ένα τεράστιο πνευματικό κεφάλαιο, όπως η κληρονομιά του αείμνηστου Ροντήρη, θα μπορούσε να είναι συγκριτικό πλεονέκτημα για το πρώην κεφαλοχώρι της ορεινής Ναυπακτίας, αρκεί να μπορούσαν οι σύγχρονοι να κατανοήσουν το μέγεθος του. 


Δημοσιεύουμε βιογραφικό κείμενο και δυο βίντεο, για να γνωρίσουν οι νεότεροι το Δημήτρη Ροντήρη και την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο.




Κορυφαίο όνομα του ελληνικού θεάτρου στον 20ό αιώνα, σπουδαίος σκηνοθέτης, δάσκαλος, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και πρωτοπόρος στην αναβίωση του αρχαίου δράματος, ο Δημήτρης Ροντήρης, που πέθανε σαν σήμερα (20/12/1981) δεν είναι απλά μια μεγάλη μορφή του θεάτρου μας. Είναι «σχολή». Σημάδεψε τη θεατρική αισθητική αντίληψη από τη δεκαετία του ’30 και μέχρι τη δεκαετία του ’60, κύρια στον τομέα του κλασικού θεάτρου (αρχαίου και σαιξπηρικού).


Με τη Μαρίκα Κοτοπούλη

Ο Δημήτρη Ροντήρης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1899 και ξεκίνησε τις σπουδές του από τη στρατιωτική σχολή των Ευελπίδων, όμως την εγκατέλειψε για να γραφτεί στη Νομική Σχολή.

Το 1918, κρυφά από τους γονείς του, γράφτηκε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, που είχε ιδρύσει τότε η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και για ένα χρόνο έκανε μαθήματα με τους Φώτο Πολίτη, Μιλτιάδη Λιδωρίκη, Νίκο Παπαγεωργίου και Σπύρο Μελά.

Το 1919 έγινε δεκτός στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου δίδασκε ο σπουδαίος σκηνοθέτης Θωμάς Οικονόμου. Ως μαθητής της σχολής έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή. Από το 1920 δούλεψε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη για δέκα περίπου χρόνια.

Η θεατρική Αθήνα του 1927 έμεινε έκπληκτη με την ερμηνεία του στο φάντασμα του Πολύδωρου στην παράσταση της “Εκάβης” σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη με την Κοτοπούλη. Με σύσταση του Φώτου Πολίτη και της Ακαδημίας Αθηνών φεύγει με υποτροφία στην Αυστρία και τη Γερμανία, όπου σπουδάζει θέατρο, ιστορία τέχνης και κλασική λογοτεχνία.

Το 1932 ο Φώτος Πολίτης καλεί τον Ροντήρη να γυρίσει και τον διορίζει βοηθό του στο νεοσύστατο τότε Εθνικό Θέατρο.

Το 1938 αναβιώνει τις παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο, με την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, βάζοντας τα θεμέλια της ερμηνευτικής αντίληψης πάνω στο αρχαίο δράμα, που επικράτησε για πολλά χρόνια.

Η αρχαία τραγωδία ήταν το θέατρο στο οποίο αφοσιώθηκε περισσότερο ο Ροντήρης , αντλώντας στοιχεία από τελετουργικές λαϊκές και θρησκευτικές φόρμες και προτείνοντας ένα στιλιζαρισμένο ρεαλισμό, ενώ για το Χορό πρότεινε τη μετάβαση από το ρυθμό στο μέλος και από την αφαίρεση και τη γεωμετρία στην όρχηση.


«Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι ο Χορός της ελληνικής τραγωδίας τραγουδούσε και χόρευε. Ο δικός μας Χορός απαγγέλλει ρυθμικά και τραγουδά με την κατάλληλη συνοδεία οργανικής μουσικής, επιλεγμένη τις περισσότερες φορές για να υπογραμμίσει τους ρυθμούς χωρίς να αυξήσει τις εντάσεις και κατ’ αυτό τον τρόπο να συνθέσει το βασικό της μοτίβο.

Η εναλλαγή των ρυθμών είναι συνεχής, αφού πρέπει να ακολουθεί τη μεταβολή των αισθημάτων του Χορού. Υπάρχουν στιγμές όπου ο λόγος περνά από την απαγγελία στη μουσική πληρότητα, υιοθετεί τη φόρμα του μέλους, το οποίο αποδίδει την αλλαγή των αισθημάτων και δίνει διέξοδο στην ανθρώπινη συγκίνηση που έχει κορυφωθεί φθάνοντας στο ύψιστο σημείο της.

Εκείνη τη στιγμή, ακόμα και οι κινήσεις του Χορού βρίσκονται κοντά στην όρχηση» (από τα πρακτικά του ΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Μελετών του Αρχαίου Δράματος, Συρακούσες 25-27 του Μάη 1967).

Μετά το θάνατο του Φώτου Πολίτη (1934), ο Δ. Ροντήρης είναι ο μόνος σκηνοθέτης της κρατικής σκηνής που παραιτείται λόγω της γερμανικής κατοχής και μένει μακριά από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Από το 1946 έως το 1950 διατέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, θέση στην οποία επανήλθε το 1953 για να παυτεί οριστικά το 1955 από την κυβέρνηση της ΕΡΕ.

Στο μεταξύ το 1951 είχε ιδρύσει την «Ελληνική Σκηνή», ενώ αργότερα το 1957 ιδρύει το «Πειραϊκό Θέατρο». Περιοδεύει παρουσιάζοντας αρχαίο δράμα στα αρχαία θέατρα της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό, όπου έδωσε περισσότερες από 400 παραστάσεις σε εβδομήντα χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής.


Και στη διάρκεια της χούντας, όμως, συνεπής στη στάση που για εκείνον ήταν στάση ζωής, απείχε ξανά, όπως και στην κατοχή, από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Έμεινε όμως μακριά από το θέατρο και στα κατοπινά χρόνια, έτσι που οι νεότεροι δυστυχώς δεν έχουμε τη δική μας προσωπική εμπειρία για το μέγεθος αυτού του ανθρώπου.

Ωστόσο ήταν τέτοια η φήμη της τέχνης του, που για τους πιο νέους το όνομα Ροντήρης σημαίνει πολλά. Όμως, η μη αξιοποίηση της πείρας του μεγάλου σκηνοθέτη στοίχισε πολλά στο ελληνικό θέατρο.

Τρία χρόνια πριν το θάνατό του πρότεινε δύο φορές στον ΕΟΤ να παρουσιάσει στην Επίδαυρο έναν κύκλο τραγωδιών. Και τις δύο φορές οι τότε υπεύθυνοι του αρνήθηκαν το δικαίωμα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, τον ιερό χώρο που εκείνος ζωντάνεψε για τους σύγχρονους Έλληνες.

Πηγή βιογραφικού : Ημεροδρόμος


Φωτογραφίες "Θεάτρου Ροντήρη" : Κώστας Σινογιώργος


https://dimotikanea-otapress.blogspot.com

Προβλήθηκε 1277 φορές